Ο ηγέτης δεν κρίνεται μόνο από τα έργα του. Κρίνεται και από τον πολιτικό του λόγο. Και από τις προθέσεις που εκδηλώνει. Οπου ακριβώς ο λόγος –και ως αισθητική και ως μήνυμα –είναι τελικά η ταυτότητα και η λειτουργική πιστοποίηση αυτού που τον εκφέρει. Ως εν δυνάμει μέρος του συμβολαίου του με τους πολίτες και της δεσμεύσεώς του απέναντι στην Ιστορία. Για τους μεν ως προς τι θα τους αποδώσει. Για τη δεύτερη ως προς τι θα της προσδώσει ως ενυπόγραφη κατάθεση.

Είναι διαλεκτικώς αδύνατο από μισαλλόδοξη ρητορική να προκύψουν έργα καταλλαγής και από υπερφίαλες συμπεριφορές ενδεχόμενα ευκταίας συνδιαλλαγής. Θα ήτο περίπου ως εάν αίφνης απεπειράτο κάποιος κατάσβεση φωτιάς μ’ ένα μπιτόνι βενζίνης! Διότι απλούστατα τα δεύτερα είναι ασύμβατα με τις δυναμικές της πρώτης. Οπόταν λοιπόν και στην περίπτωση Ντόναλτ Τραμπ τα πράγματα προδιαγράφονται με ανατριχιαστική σαφήνεια. Εστω και αν το περιβάλλον εμφανίζεται ακόμη ασαφές. Εως και ομιχλώδες. Αλλά πάντως το κλασικό «ίδωμεν» είναι μάλλον ευσεβοποθικός πλεονασμός. Καθώς εκ προοιμίου ο ίδιος επέρχεται με σταθερό πρόσημο την απόρριψη της ετερότητος. Ο,τι και αν αυτή εκφράζει. Και όπως και αν αυτή μεταφράζεται. Με όρους πάντοτε θεμιτής διαφορετικότητος. Είτε ατομικής. Είτε συλλογικής. Κοινωνικής, εθνικής, θρησκευτικής. Εκεί που κάθε τυχόν ισοπέδωση αντιβαίνει προς κάθε λειτουργική έννοια δημοκρατικού γίγνεσθαι.

Ναι μεν αυτές οι συμπεριφορές «εκφεύγουν του κατεστημένου» και «υπερβαίνουν τα στερεότυπα» και ναι μεν «η τράπουλα ξανανακατεύεται», όπως έχει διατυπωθεί από κάποιους αναλυτές. Αλλ’ αυτό συμβαίνει μάλλον από την ανάποδη. Και σε τελική ανάλυση, μπορεί να ερμηνευθεί ως ιστορικό εν πολλοίς πισωγύρισμα. Παλινδρόμηση προς έωλες αντιλήψεις. Που στην προκειμένη περίπτωση –κι επειδή πρόκειται για τη διαχείριση μιας πολιτειακής υπερισχύος –κάθε στραβοτιμονιά και κάθε αβαρία σε ό,τι αφορά θεσμούς, διαδικασίες και δικαιώματα εξαργυρώνεται με δυσανάλογο κόστος. Ενδεχομένως και με καταρρεύσεις. Οπως και κάθε διακρατική σχέση και αντίθεση. Οχι από αυτόν (τον ένα) που ενεργεί, αλλά περισσότερο από εκείνους που η πολιτική και οι πρακτικές του επηρεάζουν. Εν προκειμένω απ’ όλους. Ή σχεδόν. Με μόνο απροσδιόριστο δεδομένο το είδος και το εύρος των συνεπειών που θα εισπραχθούν. Των συνεπομένων. Και των επερχομένων. Ο ήχος του καλπασμού των οποίων προηγείται. Ως προάγγελος. Που αναμεταδίδει φόβο προεικαζόμενων δεινών. Πλάι στα τραγικά, που ήδη κάποιες κοινωνίες (ως σφάγια σε οικεία σφαγεία) δρέπουν. Σ’ ερειπιώνες των έξωθεν υψηλών στρατηγικών. Με παντός είδους επεμβάσεις και αδόκητες επελάσεις. Και με χειμάρρους προσφυγικών ροών. Που εκβράζονται (είτε ως ράκη ζώντα είτε ως τέως ανθρώπινα όντα) σε όμορες και αφύλακτες ακτές. Κι αυτά δεν είναι λογοπαίγνια. Είναι οι δείκτες του τραύματος. Και η φρίκη του δράματος.

Οπου λοιπόν: Το στερεότυπο για τον «κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη ώρα», διαβάζεται από την ανάποδη. Ο ακατάλληλος δηλαδή άνθρωπος στην ακαταλληλότερη ώρα! Αίτημα της οποίας ήτο αντιθέτως άλλη ηγετική προδιαγραφή. Με στιβαρότητα ιστορικού οιακοστρόφου. Που ν’ αναστρέψει την «κατά κρημνόν» πορεία. Και να επιτρέψει παλινόστηση ελπίδας και προοπτικής. Οχι βεβαίως με όρους συναισθηματικών έξεων και φόρτο λιπαρών λέξεων. Αλλά με πραγματισμό. Και κυρίως με παλιννοστούντα επιτέλους τον εξόριστο ανθρωπισμό. Ως αίτημα μιας νέας εποχής. Που άρχισε μεν με ωδές αναπτερωμένων ονείρων, όταν τα παραπετάσματα και τα τείχη έπεσαν. Αλλά που κινδυνεύει δυστυχώς να επανακαταλήξει σε απροσπέλαστα τείχη που επανεγείρονται. Για να χωρίσουν ανθρώπινες μοίρες. Είτε ως ένδον συρματόπλεγμα ιδεοληπτικών αφορισμών. Είτε ως εξωτερικό σύνορο διανθρώπινων αποκλεισμών. Κι αυτό είναι το χειρότερο.