Ηταν φθινόπωρο του 1996. Η αναμπουμπούλα που ο Ντάνι Μπόιλ είχε προκαλέσει σε γονείς και δικαστικούς αμφοτέρων των πλευρών του Ατλαντικού καλά κρατούσε. Αιτία, η μόλις δεύτερη ταινία του Βρετανού, που βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του Ιρβιν Ουέλς παρακολουθούσε τέσσερις νεαρούς Σκωτσέζους να στριμώχνονται πότε από την εξάρτηση στην ηρωίνη, πότε από την ανέχεια. Στο φόντο ένα Ηνωμένο Βασίλειο όπου, ενώ τα θατσερικά παρεπόμενα φαίνονταν να δίνουν τη θέση τους στα πάρτι του Τόνι Μπλερ με τους Oasis και στην Cool Britannia, η εξαθλίωση υπήρχε, απλώς εκτός κάμερας. Πριν καν προβληθεί, στην Ελλάδα της πιστωτικής, του καταναλωτικού δανείου και της μάνας-raver, η ταινία είχε ήδη προκαλέσει έναν μίνι ηθικό πανικό, σε Μέσα που έκαναν λόγο για ωραιοποίηση των ναρκωτικών. Τόσο, που χρειάστηκε ειδική προβολή σε εισαγγελέα προτού πάρει έγκριση. Δύο προβολές για την ακρίβεια, καθώς το νόημα δεν είχε γίνει αμέσως αντιληπτό. Τελικά δόθηκε το ΟΚ, οι αίθουσες άνοιξαν τις πόρτες τους και η χρήση ηρωίνης δεν αυξήθηκε –τουλάχιστον όχι στο σινεφίλ κοινό και όχι εξαιτίας του φιλμ. Πιστούς, πάντως, το «Trainspotting» απέκτησε εύκολα. Το βασικό του σλόγκαν διαδόθηκε σε μπόλικα χείλη.

«Διάλεξε ζωή, διάλεξε δουλειά, διάλεξε καριέρα, διάλεξε οικογένεια, διάλεξε μια μεγάλη κωλοτηλεόραση, πλυντήρια, αυτοκίνητα, CD players και ηλεκτρικά ανοιχτήρια, διάλεξε καλή υγεία, χαμηλή χοληστερίνη, στεγαστικά με σταθερό επιτόκιο» έλεγε ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, ο πρωταγωνιστής. Υποδυόταν τον Μαρκ Ρέντον, ένα τζάνκι που προσπαθεί να ξεκόψει αλλά δυσκολεύεται. Φίλοι του, ο (αφελής) Σπαντ, ο Σικ Μπόι (θιασώτης κάτι μυστήριων θεωριών για τον Σον Κόνερι), ο Τόμι (που αν και αθλητής τον τρώει η περιέργεια για τα ναρκωτικά) ή ο Μπέγκμπι (που πλακώνεται για ψύλλου πήδημα). Στην προσπάθειά του, ο Ρέντον θα βουτήξει στη «χειρότερη τουαλέτα της Σκωτίας», θα δει το μωρό μιας φίλης να χάνεται εξαιτίας της αμέλειας της παρέας, θα δουλέψει ως μεσίτης, θα περιγράψει την ηρωίνη σαν «τον καλύτερο οργασμό που είχες ποτέ πολλαπλασιασμένο επί χίλια» ή θα συμμετάσχει σε μια μεγάλη συναλλαγή, προδίδοντας φίλους για να πάρει το μερίδιό τους. Οπως κάθε εθισμένος, θα μοιραστεί την απελπισία του με τους ομοιοπαθείς. Η ταινία ούτε θα ωραιοποιήσει τα καμώματά του ούτε κήρυγμα θα κάνει: με τον λαχανιασμένο ρυθμό, τα παγωμένα πλάνα ή τις αφοπλιστικά χιουμοριστικές ατάκες της (χαρακτηριστικά που άργησαν να εξατμιστούν από το βρετανικό σινεμά) θα μιλήσει για ήρωες που δεν είναι αξιοθαύμαστοι, έχουν όμως σάρκα και οστά. Θα κάνει τον θεατή να μην ξέρει αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει –μάλλον και τα δύο.

Θα διαμορφώσει επίσης ή θα γεφυρώσει τάσεις όπως μόνο η ποπ κουλτούρα ξέρει –επιλογές που μόνο με ναρκωτικά δεν έχουν να κάνουν. Δεν είναι μόνο η επιρροή από το σινεμά του Κουέντιν Ταραντίνο ή οι αναφορές στο «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας» του Τόμας Πίντσον (όπως εκείνη η σκηνή με την τουαλέτα). Ούτε η δέκατη θέση στη λίστα του BFI με τα εκατό καλύτερα βρετανικά φιλμ και η επίδραση στο σινεμά τουλάχιστον του Γκάι Ρίτσι. Είναι και που τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού οι βιντεοκασέτες του «Trainspotting» νοικιάστηκαν αθρόα. Που τραγούδια όπως το «Born Slippy» των Underworld παίχτηκαν αρκούντως στα ελληνικά μουσικά κανάλια ή που το «Lust for Life» του Ιγκι Ποπ και το «Temptation» των New Order γνώρισαν δεύτερη νιότη. Οι αφίσες με τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ μούσκεμα ή με το σλόγκαν περί επιλογής ζωής, καριέρας, ανοιχτηριού κ.λπ. κρεμάστηκαν σε ένα σωρό φοιτητικά δωμάτια. Οπως παλιότερα ο «Τζόνι» από το «Νaked» του Μάικ Λι και αργότερα ο «Μεγάλος Λεμπόφσκι» των Κόεν ή ο Τάιλερ Ντέρντεν από το «Fight Club» του Φίντσερ, ο Ρέντον έγινε εικόνισμα μιας νεολαίας διψασμένης για αντισυμβατικές πολιτιστικές προτιμήσεις. Στα καθ’ ημάς, η ταινία έγινε και θεατρική παράσταση, στο θέατρο Χυτήριο το 2011. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε μέχρι και το κυριολεκτικό «trainspotting», η παρατήρηση και φωτογράφιση τρένων εν κινήσει, από μια κοινότητα που πλέον αριθμεί δεκάδες άτομα και επικοινωνεί στα social media. Η παράξενη συνήθειά της εμφανιζόταν στο βιβλίο του Ιρβιν Ουέλς. Στο φιλμ όμως ο όρος υποδήλωνε την αναζήτηση φλέβας για ένεση.

ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ. Από τη στιγμή που ανακοινώθηκε το σίκουελ, βασισμένο στη μυθιστορηματική συνέχεια με τίτλο «Porno» του Ιρβιν Ουέλς, οι παλιές μνήμες ξύπνησαν. Οχι βέβαια των αληθινών τοξικομανών του Εδιμβούργου των 90s: εκείνους τους είχε αναζητήσει η «Γκάρντιαν» με ρεπορτάζ της το 2009 κι είχε εντοπίσει χρόνιους χρήστες που έχαναν τη μάχη μέρα με τη μέρα ή μετέφεραν τη σκυτάλη σε ακόμα πιο εξαθλιωμένους άνεργους ή υποαπασχολούμενους νέους. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας, ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, ο Γιούεν Μπρέμνερ, ο Τζόνι Λι Μίλερ, ο Ρόμπερτ Κάρλαϊλ, ο Κέβιν ΜακΚιντ ή η Κέλι ΜακΝτόναλντ, είχαν μεγαλώσει όσο υπολόγιζε, σύμφωνα με δήλωσή του, ο Ντάνι Μπόιλ, προκειμένου να παρακολουθήσει την εξέλιξή τους είκοσι χρόνια μετά. Το 2016 άρχισε η προετοιμασία της νέας ταινίας, αλλά και οι προβολές της παλιάς σε ευρωπαϊκά, καθώς και σε αθηναϊκά ή θεσσαλονικιώτικα κινηματογραφικά στέκια, όπως το Bios και το Ολύμπιον –στην τελευταία μαζί με το «Trainspotting» θα παιζόταν και ο ομόλογος «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου. Για τις 11 Φεβρουαρίου, περίπου όταν θα γίνει και η πρεμιέρα του «Trainspotting 2» στην Ελλάδα, έχουν προγραμματιστεί πάρτι σαν εκείνο στο Χυτήριο, από τη High AF Parties. Οπως ακούγεται στο τρέιλερ, το νέο σλόγκαν είναι «διάλεξε facebook, διάλεξε twitter, Instagram και ευχήσου ότι κάποιος, κάπου, νοιάζεται για σένα».

Οι κριτικές κάνουν λόγο για έναν Μαρκ Ρέντον που πλέον ζει στο Αμστερνταμ καθαρός, αλλά το κυνήγι των δαιμόνων του τον φέρνει πίσω σε ένα αγνώριστο Εδιμβούργο. Για ανθρώπους που έβγαλαν την ηρωίνη από τη ζωή τους, αλλά δεν βρήκαν και τίποτα σπουδαίο για να βάλουν στη θέση της. Για την προσπάθεια του πρωταγωνιστή να επανορθώσει για εκείνη την προδοσία και για άντρες που συνειδητοποιούν την ηλικία τους, βλέποντάς τη στα πρόσωπα των φίλων. Θα χρειαστεί άραγε ξανά εισαγγελέας για να επιβεβαιώσει ότι δεν προωθείται η χρήση ναρκωτικών; Μάλλον όχι. Οπως δήλωνε σχετικά ο Ρόμπερτ Κάρλαϊλ, ο Μπέγκμπι του «Trainspotting», το δεύτερο μέρος του είναι αρκετά συναισθηματικό. «Είναι σαν να σου λέει να σκεφτείς τον εαυτό σου» σχολίαζε. «Να αναρωτηθείς “γαμώ το, τι έχω κάνει με τη ζωή μου;”».