Αφήνοντας πίσω σου το αεροδρόμιο Ατατούρκ, παίρνοντας με το βανάκι έναν αυτοκινητόδρομο από εκείνους που τα τελευταία χρόνια ολοένα απλώνονται στην Τουρκία και ελίσσονται, σαν παραπόταμοι και σαν ρυάκια, με κατεύθυνση τα ενδότερα της ευρωπαϊκής πλευράς του μισοφέγγαρου, θα δεις από το παράθυρό σου πολύ περισσότερα από την κορυφογραμμή της Κωνσταντινούπολης ή τον συννεφιασμένο, σε στυλ οριεντάλ μελαγχολίας, ουρανό. Θα δεις ογκώδη συγκροτήματα κατοικιών, κεντρικά κατασκευαστικών εταιρειών, αλλά και φιλόδοξα mall με στηριγμένες στις οροφές τους ολόκληρες πολυκατοικίες, κατοικημένες από μεσοαστούς που βαρέθηκαν την αστική τύρβη κι αποφάσισαν να ζήσουν σε μια περίκλειστη, προαστιακή πολυτέλεια. Το μποτιλιάρισμα θα είναι αποκαρδιωτικό («πάντα βρίσκουν έναν λόγο για να πάρουν το αυτοκίνητο» θα παρατηρήσει ο Εντέρ Πιναρμπασί, ένας πολυμήχανος ξεναγός), κάποια στιγμή όμως θα βγεις στα ανοιχτά μιας έκτασης επίπεδης και περιστασιακά λοφώδους, φιλόξενης για τον άνθρωπο από το 5500 π.Χ. τουλάχιστον, η οποία ενώνει τον Μαρμαρά, τη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και αναμειγνύει κουλτούρες από την Ανατολία, τα Βαλκάνια, την Ευρώπη. Βρίσκεσαι στην αλλοτινή κοιτίδα φυλών όπως οι Οδρύσες, τόπο λατρείας του θεού Διόνυσου, αλλά και έδρα, σήμερα, πολυάριθμων εργοστασίων και ενάμισι περίπου εκατομμυρίου ψυχών.

Η γειτονιά των brand names

Πρώτη και χαρακτηριστική στάση το Τσορλού: στην τελευταία απογραφή έπιασε σκορ 250.000 –θα έπιανε άλλα 1.500 αν μετρούσε και τις εγκαταστάσεις της Nike, της Coca Cola, της Hewlett Packard, της Tommy Hilfiger και όλων των brands στην ευρύτερη περιοχή. Αν ένα Τ-shirt αναγράφει Made in Turkey έχει φτιαχτεί εδώ, αυτός όμως δεν είναι ο μόνος λόγος που από τα αεροδρόμια και τους αυτοκινητοδρόμους φέρνει σε τούτη την πόλη ομάδες ελλήνων δημοσιογράφων, καλεσμένων πολιτιστικού οργανισμού: ο Μαχμούτ Σαχίν θα καλωσορίσει την ελληνική αποστολή στην τριήμερη ξενάγησή της στα τουριστικά, πολιτιστικά και γαστρονομικά αγαθά της περιοχής και θα εξηγήσει ότι γενικός στόχος είναι οι λαοί να έρχονται κοντά ώστε να βαδίζουν στο μέλλον με σταθερά βήματα –«το νερό που πίνουμε, ο αέρας που αναπνέουμε είναι το ίδιο» θα πει. Ο Ορχάν Τσεβί, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ταξιδιωτικών Πρακτορείων της Τουρκίας, θα τονίσει ότι για όλα αυτά συζήτησε πρόσφατα και με τον δήμαρχο της Θεσσαλονίκης και μια τέτοια κουβέντα ίσως συνεχιστεί, έστω και με λοξές ματιές στο ματς της Γαλατά που προβάλλεται στο βάθος.

Η Ιστορία από τη μεριά της έχει μέχρι στιγμής ευνοήσει ιδιαιτέρως τον επόμενο προορισμό, την Αδριανούπολη. Καθώς την προσεγγίζεις οδικώς, ο Εντέρ, ο επινοητικός ξεναγός που ξέρει την Τουρκία σαν την παλάμη του (και που προσφέρει τις υπηρεσίες του μέσω των www.konstantinoupolis-guide.com και www.turkiaguide.com), θα παρατηρήσει ποιητικά ότι τα σύννεφα αφήνουν τον ήλιο να φωτίσει μόνο εκείνη. Τη φώτιζε βέβαια και το 400 π.Χ., όταν λεγόταν Ουσκουδάμα και λειτουργούσε ως μητρόπολη των Οδρυσών, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, όταν αναβαπτίστηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό, και βέβαια μεταξύ 1363 και 1453, ως τρίτη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα, στην είσοδό της γενέτειρας του Μωάμεθ Β’ και του Νίκου Ζαχαριάδη σε καλωσορίζουν τα αγάλματα δύο πεχλιβάνηδων (θρυλικών μορφών των αγώνων πάλης με λάδι που κάθε καλοκαίρι συγκεντρώνουν χιλιάδες κόσμου), βιοτεχνίες, εμπορικά αλλά και 1-2 σχολεία με σπασμένα τζάμια –καθότι στη σφαίρα επιρροής του Φετουλάχ Γκιουλέν. Στα μνημεία της πόλης ξεχωρίζουν το Συγκρότημα του Βαγιαζίτ Β’, υπεύθυνο από τα τέλη του 15ου αιώνα για ένα από τα πρώτα «ψυχιατρεία», με τεχνικές μουσικοθεραπείας και ήχους γάργαρου νερού, αλλά και η Μεγάλη Συναγωγή που ανεγέρθηκε το 1903. Το Μνημείο Πεσόντων των Βαλκανικών Πολέμων (με μια επιγραφή που σου ζητάει, όπως κι άλλες, να κοντοσταθείς) και βέβαια το Τζαμί Σελίμιγε: η παραγγελία του Σελίμ Β’, με τον 43 μέτρων ύψους τρούλο, τα 999 παράθυρα ή τις περίτεχνες διακοσμήσεις, σε κάνει να πιστέψεις όχι τόσο στον Θεό όσο στον άνθρωπο που τη σχεδίασε. Ηταν ο αρχιτέκτονας Μιμάρ Σινάν.

Ελληνικά ίχνη

Μη νομίσει κανείς ότι η πόλη με τους 170.000 κατοίκους δεν έχει ζωή σήμερα. Ροβολώντας ράθυμα στον πεζόδρομό της θα συναντήσεις καταστήματα Turkcell, μπουτίκ της Μπεσίκτας, παστουρματζίδικα, κεφτετζίδικα, βιτρίνες με τηγανητά συκωτάκια να τσιτσιρίζουν πλάι σε κατακόκκινες, καυτερές πιπεριές, σιντριβάνια που προάγουν την ειρήνη, αλλά και νεαρούς κομπολογοφόρους ή μεσήλικες μαντιλοφόρες που μπαινοβγαίνουν στην αγορά του Αλή Πασά. Είχε αρκετούς Ελληνες κάποτε εδώ, που εγκατέλειψαν σπίτια ξύλινα κι ωραία, κι αν περνώντας πλάι τους η κουβέντα δεν πάει λ.χ. στην Ανταλλαγή ή στα Σεπτεμβριανά, στις γνώσεις των σύγχρονων Τούρκων για όλα αυτά και στη σημασία τους τώρα πια, τότε ίσως αγγίξει ζητήματα όπως οι καταναλωτικές εξορμήσεις των Βορειοελλαδιτών –« τα Levi’s είναι τρεις φορές πιο ακριβά στην Ελλάδα» θα πει κάποιος. Παρακάτω, στο προάστιο Κάραγατς, στον σιδηροδρομικό σταθμό του «Οριάν Εξπρές» που κι ο Χέμινγουεϊ είχε επισκεφθεί (και που σήμερα δικαίως προσφέρει την καλαίσθητη στέγη του στη Σχολή Καλών Τεχνών του τοπικού Πανεπιστημίου), θα δεις φοιτητές πάνω από τάβλι και καφέδες. Το πιο ωραίο τραγούδι του ο μουεζίνης θα το πει αναγγέλλοντας μια κηδεία και θα αντηχήσει μέχρι τη γέφυρα και τις λεύκες του ποταμού Μερίτς ή αλλιώς Εβρου. Προτιμάται κάτι πιο αισιόδοξο; Θα χρειαστεί μια βόλτα σε κάποιο νυχτερινό κέντρο, από εκείνα όπου τουρκάλες καλλονές τραγουδούν επιτυχίες της Σεζάν Ακσού («η Μαρινέλλα της Τουρκίας»), το «Δυνατά δυνατά» α λα τούρκα ή το «Σοκερντέ».

Πολλοί έρχονται στην ευρύτερη περιοχή και για γαστρονομικούς λόγους. Παράγει εξάλλου ρύζι, κρασί, κτηνοτροφικά και γαλακτοκομικά προϊόντα και ηλιοτρόπια. Κανείς δεν τη βγάζει βέβαια με σπόρια και πιλάφια: αν ο επισκέπτης μείνει σε ξενοδοχεία όπως το Corlu Divan, θα απολαύσει αρνί φυσικά (με πουρέ σελινόριζας ας πούμε) και τυριά με ονόματα εξωτικά όπως μπεϊάζ πεϊνίρ, τσετσίλ ή το εργκιού, που μοιάζει με σχοινί. Σε καταλύματα όπως το Bakucha θα ευχαριστηθεί πλιγούρι με κόκκινο κρασί ή αχλάδι «στον ασβέστη», ενώ αν ο δρόμος τον βγάλει στην Tulipa στο Κάραγατς, αλλοτινή κατοικία ελλήνων αστών, θα χορτάσει χιουνκάρ μπεγεντί, πάλι αρνάκι δηλαδή με πουρέ μελιτζάνας, αλλά και γλυκό κολοκύθας με ταχίνι. Στο εργαστήρι ζαχαροπλαστικής Arslanzade μπορεί να πέσει με τα μούτρα στην αμυγδαλόπαστα (ή στα δίχτυα του φιλοσόφου – ζαχαροπλάστη Μερίτς Αρίφ, που συνιστά «να τρώμε γλυκά για να μιλάμε γλυκά, καθόσον όλοι μουσαφίρηδες είμαστε στον κόσμο»), μην ξεχνάμε όμως και τα κρασιά, εκείνα που έρρεαν άφθονα στο όνομα του Βάκχου: από τις ντόπιες ποικιλίες ξεχωρίζουν οι οκιούζ γκιοζού και ναρίντζε και ο αμπελώνας Arcadia του Σαμπρί Ουστούν καλλιεργεί τόσο αυτές όσο και κάποιες γαλλικές. Το καλύτερο κρασί του είναι μάλλον το cabernet Franc. «Υπάρχει όμως κι ένα ροζέ καμπερνέ του 2010», λέει ο Σαμπρί, «τόσο περιζήτητο που εγώ δεν πρόλαβα να το δοκιμάσω».

Μέσα σε όλα τα σχέδιά τους οι τοπικοί άρχοντες έχουν και την ανάδειξη του «δρόμου των κρασιών». Τα σχέδια βέβαια συχνά ανατρέπονται και ο τουρισμός επηρεάζεται από παράγοντες όπως τα πραξικοπήματα ή οι συλλήψεις ολόκληρης της βουλευτικής ομάδας ενός κόμματος. «Καμιά φορά οι ηγέτες παίρνουν αποφάσεις που τις θεωρούν κατάλληλες τη συγκεκριμένη στιγμή» έλεγε σε εκείνη την πρώτη συνάντηση ο Μαχμούτ Σαχίν συμπληρώνοντας ότι έστω κι έτσι οι λαοί έχουν ευκαιρίες να έρθουν πιο κοντά. Ο Ορχάν Τσεβί, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ταξιδιωτικών Πρακτορείων, παρατηρούσε ότι κάποια πράγματα που διαμορφώνουν τον τουρισμό ούτε είναι στο χέρι των εμπλεκομένων ούτε τα συμμερίζονται πάντα: «Καμιά φορά είναι καλύτερα οι πολιτικοί να μην επηρεάζουν τον τουρισμό», συνέχιζε, «αν και εμάς μας ακούγονται θετικά κάποια από όσα λέει ο Τσίπρας και σίγουρα, όταν τελειώσει αυτή η κρίση, θα έρθουμε πιο κοντά». Τα λόγια του Τσεβί πάντως σαν να μην απηχούσαν τόσο μια Τουρκία απολύτως διαιρεμένη όσο μια Τουρκία σε μετάβαση, άγνωστο προς ποια κατεύθυνση και κάπως αντιφατική. Ταξιδεύοντας λ.χ. προς την επόμενη στάση, τη Ραιδεστό (Τεκιρντάκ στην τουρκική), ο Εντέρ, ο δαιμόνιος ξεναγός, θα παρατηρήσει ότι οι συμπατριώτες του πριν από δέκα χρόνια επιθυμούσαν στην πλειοψηφία τους την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σήμερα το 80% σχεδόν έχει την αντίθετη άποψη.

Σημαιάκια του Κεμάλ

Δεν είναι αυτό το αποδεικτικό, μπαίνοντας όμως στη Ραιδεστό κι ενώ το ταξίδι πλησιάζει προς το τέλος του, αν κοιτάξεις ψηλά θα δεις αμέτρητα σημαιάκια του Μουσταφά Κεμάλ –προς δυσαρέσκεια, λένε, του Ερντογάν. Στις 29 Οκτωβρίου η χώρα γιόρταζε την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας και ο στολισμός θα αργήσει λίγο ακόμα να αποκαθηλωθεί.

Η πόλη συνεχίζει στο μεταξύ να ζει σε σύγχρονο ρυθμό, έχοντας να επιδείξει, εκτός από το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο Ρακότζι (κατοικία του ομώνυμου ούγγρου πρίγκιπα που έζησε εδώ εξόριστος από το 1720 ώς το 1725) και την παλιά ελληνική συνοικία (για την αναστήλωση της οποίας ο δήμος σκοπεύει να τσοντάρει πέντε εκατ. τουρκικές λίρες) και ένα ζωηρό και ανάμεικτο κέντρο: πλάι σε Ιντερνετ καφέ με το όνομα 1453 και ζαχαροπλαστεία με τον φημισμένο πεϊνίρ χαλβά, θα δεις μαθήτριες φροντιστηρίου, μανάδες χωρίς μαντίλα, άντρες να ντιντινίζουν με το κουταλάκι το ποτήρι του τσαγιού τους, τουρίστες να φωτογραφίζονται πλάι στο άγαλμα ενός ακόμα θρυλικού πεχλιβάνη, αλλά και νεαρούς σε σαλόνια αισθητικής να σκρολάρουν στο smartphone περιμένοντας να στεγνώσει η μάσκα ομορφιάς. Είναι το τέλος ενός ταξιδιού που κύλησε ανάμεσα σε αρχαίες και σύγχρονες τάσεις και που άνθρωποι του Οργανισμού όπως η Γκαμζέ, έγκυος σε ένα παιδί που πιθανόν να ζήσει σε μια αλλιώτικη Τουρκία, το ολοκληρώνουν με ένα έθιμο παλιό: ενώ το βανάκι παίρνει τον δρόμο για το αεροδρόμιο, αδειάζει στο διάβα του ένα μπουκαλάκι. «Σαν το νερό να φύγεις και σαν το νερό να ξαναρθείς» είναι το νόημά του.