Κάτι σαν ανώμαλη (περίπου) προσγείωση. Και οπωσδήποτε οδυνηρή. Κυρίως για τις αυτοδήλως δυσοίωνες προοπτικές που με βεβαιότητα θ’ αναπαραχθούν. Οταν δηλαδή αίφνης και μόλις άνοιξε το διπλωματικώς απύλωτο στόμα του ο Ερντογάν (κι από κοντά το αλβανικό αντηχείο), εσήμανε συναγερμός! Οπόταν και η προσοχή των Ελλήνων –που συνθλίβεται κάτω από τις βάναυσες μυλόπετρες της χρεοκοπικής καθημερινότητος –επανανέκαμψε. Για να βρεθεί αντιμέτωπη με την άλλη (κι εξίσου αδυσώπητη) διάσταση των εθνικών κινδύνων. Οχι γιατί αυτή εξέλιπε ποτέ. Αλλά το άγχος της καταθλιπτικής οικονομικής ολισθήσεως και η αυτονόητη μέριμνα για την επιβίωση και την αποτροπή χειροτέρων επενεργούν με δυναμικές περισπασμών και αδήριτες συνέπειες αποδομήσεων. Για μας. Ενώ για τους άλλους (προς Ανατολάς και προς Βορράν) μάλλον ως ευκαιριακή συγκυρία προαγωγής ασύστολων βλέψεων κι επιλιπάνσεως ανάλογων σχεδιασμών. Θεωρώντας προφανώς την (υπό τις περιστάσεις) ενδημική ελληνική αδυναμία ως δική τους ισχύ για περαίωση στρατηγικών διαρπαγής. Που σοβούσαν. Και που τώρα επανακάμπτουν. Γιατί περί αυτών πρόκειται. Σ’ αυτές δηλαδή παραπέμπουν ευθέως τα εθνικιστικά σύνδρομα και οι απροκάλυπτες αναφορές για τα διαβόητα «σύνορα της καρδιάς». Που προϊδεάζουν ευθέως έως και για επαναγεωγράφηση εθνικών ορίων! Διαστολής των δικών τους. Και περιστολής των δικών μας!

Εάν λοιπόν δεν υπήρχαν αυτές οι διακηρυγμένες προθέσεις, η παρούσα εν προκειμένω συλλογιστική θ’ αποτελούσε απότοκο ανεύθυνης κασσανδρολογίας και παράγωγο συνωμοσιολογικών συνδρόμων. Δυστυχώς όμως τα πράγματα είναι κάπως χειρότερα όσων αρθρογραφικώς καταγράφονται και αναλυτικώς τεκμαίρονται. Καθώς η εκδήλωση βουλιμικών τάσεων στοιχειοθετείται σαφώς από διακηρυγμένες πολιτικές επεκτατισμού και προαγγελίες μεθοδευμένης υλοποιήσεώς τους. Με όρους έωλων εδαφικών αξιώσεων. Που εδράζονται σε νοσηρή εκδήλωση μεγαλοϊδεατισμού για επαναφορά παρωχημένων (κι «εξ υφαρπαγής») μεγεθών.

Συμπεριφορές εκτός λογικής. Και κυρίως εκτός κανόνων διεθνούς νομιμότητος. Ως απόρροια διαταραγμένων εν πολλοίς συναισθηματικών παρορμήσεων. Τις οποίες επιδεινώνουν σαφώς υπερφίαλες αντιλήψεις θέσεως και ισχύος. Οι οποίες και οδηγούν προς επικίνδυνους συνειρμούς. Αλλωστε οι κλιμακούμενες (και σε ημερήσια πλέον βάση) προκλήσεις στον αιγαιωτικό χώρο συνιστούν ενδεχομένως το (απευκταίο για κάθε νουνεχή) προοίμιο.

Υπό το φως αυτών των όντως απογοητευτικών (πλην αναντιλέκτων) ο Ελληνισμός είναι υποχρεωμένος να διαχειρισθεί έως και ασύμμετρες επιβαρύνσεις που ανακύπτουν, πέραν των ήδη βεβαρημένων ημερών του. Κι αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο. Είναι τελικά το εξ ανάγκης «διά ταύτα». Πρωτίστως σ’ επίπεδο θεσμικών διαχειριστών. Που έχουν και την καθαυτό ευθύνη αποφάσεων και χειρισμών. Αλλά κι επί επιπέδου πολιτών. Που μπορεί να δίδουν τον τόνο και τις δυνατότητες. Σ’ έναν αγώνα εκ των πραγμάτων διμέτωπο. Αφ’ ενός δι’ ανακοπής της πτωχευτικής δυναμικής. Και αφετέρου της προαγωγής αποτρεπτικών δυνατοτήτων, έναντι των εκ των έξω επιβουλών.

Αυτονόητη κατακλείδα: τα οικονομικά (και τη δυσπραγία που η χρεοκοπική τους ολίσθηση αναπαράγει), αργά ή γρήγορα, ψηλά – χαμηλά, «θα τα μπαλώσουμε». Τυχόν όμως γεωπολιτικοί ακρωτηριασμοί, με όρους απομειώσεως της εθνικής κυριαρχίας, δεν θα είναι καθόλου αναστρέψιμοι. Κι επομένως δεν θα υπάρχουν εκ των υστέρων ευκαιρίες επανορθωτικών ανανήψεων. Οταν μάλιστα η σιελορροούσα ρητορική Ερντογάν και από κοντά η αλβανική αμφισημία του Ράμα (εν είδει δεύτερης φωνής) διαζωγραφίζουν τα «επέκεινα». Χωρίς ν’ αφήνουν ιδιαίτερες αμφιβολίες και για όσα οιστρηλατούμενοι διακηρύττουν και για όσα στρατηγικώς στοχοθετούν. Χωρίς ασφαλώς τη βεβαιότητα ότι «θα τους βγουν».