«Οι Χάριτες επέλεξαν την ψυχή του για να κατοικήσουν», ανέφερε ο Πλάτων σε επίγραμμα για τον ποιητή Αριστοφάνη (των 46, όπως πιστεύεται, κωμωδιών, από τις οποίες έχουν διατηρηθεί 11 πλήρεις). Αρχαίες ιστορίες θα πει κάποιος. Αμ δε. Η σημερινή πραγματικότητα, και μάλιστα σε δυσχερείς συνθήκες, δείχνει ότι Αριστοφάνης της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ο τολμηρός, καυστικός, κριτής της λαμογιάς και των πολιτικών, εξακολουθεί να είναι σύγχρονός μας. Τρεις παραγωγές κωμωδιών του στην Επίδαυρο («Πλούτος» κατά Γιώργο Κιμούλη, «Λυσιστράτη» κατά Μιχαήλ Μαρμαρινό και οι επικείμενοι «Ορνιθες» κατά Νίκο Καραθάνο) εκτιμάται πως θα έχουν χειροκροτηθεί ώς τις 20 Αυγούστου από κοντά 50.000 θεατές, ενώ υπολογίζεται ότι μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου ο αριστοφανικός λόγος θα έχει μιλήσει σε 90.000 – 100.000 στις ανά την Ελλάδα περιοδείες –συνυπολογίζοντας την περιοδεύουσα «Αριστοφανιάδα» των ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης – Φεστιβάλ Αθηνών κατά Κώστα Γάκη. Αλλο ένα αριστοφανικό ρεκόρ, δηλαδή.

Φωνή και βήμα στον πολίτη

Το ερώτημα «γιατί μας δονεί ακόμη και σήμερα ο λόγος του» οδήγησε την υπεύθυνη του Τμήματος Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Φλόριδας των ΗΠΑ, Γκόντα βαν Στιν, να ερευνήσει και να γράψει το «Venom In Verse: Aristophanes in Modern Greece (Φαρμάκι στο στίχο: Ο Αριστοφάνης στη σύγχρονη Ελλάδα»), που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις του έγκυρου Πανεπιστημίου του Πρίνστον.

Η μέχρι πρόσφατα πρόεδρος του Συλλόγου Νεοελληνικών Σπουδών Βόρειας Αμερικής (MGSA) είναι σε θέση να δώσει μια εξήγηση για την απήχηση του Αριστοφάνη. Πόσω μάλλον ότι η έρευνά της ξεκίνησε ακόμη και από τη σύνδεση των στίχων του με το «εθνικό όραμα» του Αδαμάντιου Κοραή.

«Η Πολιτική αφορά τους Ελληνες», εξήγησε στα «ΝΕΑ». «Οπως τους αφορά και ο Πολιτισμός και αυτός είναι ο τρόπος τους να κάνουν πολιτική (θυμηθείτε το επεισόδιο με τον Γιαν Φαμπρ και το Φεστιβάλ). Ο Αριστοφάνης καλύπτει και τα δύο, Πολιτισμό και Πολιτική, και αυτό είναι ό,τι πιο επίκαιρο και διαχρονικό. Τα έργα του επιτρέπουν όχι μόνον σε ηθοποιούς και σκηνοθέτες, αλλά και στους θεατές να μιλήσουν δημόσια και να κριτικάρουν. Να ασκήσουν δημοκρατία σε επίπεδο συμμετοχής (και όχι μόνον εκπροσώπησης)».

«Ακόμη κι αν όλοι ξέρουμε ότι οι απόψεις ή η κριτική από σκηνής (που διαδίδεται από τα μέσα ενημέρωσης) δεν φέρνουν πολιτική αλλαγή, η κωμωδία είναι μια υπολογίσιμη πλατφόρμα έκφρασης», πιστεύει η καθηγήτρια, που βούτηξε στην Ιστορία, από την πρώτη επαγγελματική παράσταση του αριστοφανικού «Πλούτου», το 1868, από τον θίασο Σοφοκλή Καρύδη, στο Θέατρο Αθηνών, σε παράφραση Μιλτιάδη ή Μιχαήλ Χουρμούζη. «Ιδιαίτερα οι κωμωδίες του Αριστοφάνη δίνουν φωνή και βήμα στον μέσο πολίτη. Γίνονται κανάλι να μιλήσει ο πολίτης για την απογοήτευσή του από τους πολιτικούς (σκέφτομαι πόσο θα χρειαζόμασταν στις μέρες μας έναν Αριστοφάνη στις Ηνωμένες Πολιτείες). Για τον λόγο αυτό μιλάμε για αρχαία κληρονομιά, όμως μια κληρονομιά που είναι στη φύση της να προσαρμόζεται στις κατά εποχή συνθήκες», καταλήγει η καθηγήτρια Γκόντα βαν Στιν.

Ο «Πλούτος» των 50.000 θεατών

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Γιώργος Κιμούλης, που χειροκροτήθηκε, μαζί με τους Πέτρο Φιλιππίδη και Γιάννη Μπέζο, με τον αριστοφανικό «Πλούτο» στην Επίδαυρο και στην επιτυχημένη περιοδεία τους: «Η αριστοτελική ακρασία, “ξέρω το ορθό που πρέπει να πράξω αλλά δεν το πράττω” είναι ίδιον του ανθρώπου. Παραμένει το πιο βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Ο Αριστοφάνης σατίριζε με μανία αυτήν την ανθρώπινη αντίφαση. Αρα, πάντα θα έχουν επιτυχία. Είναι εκπληκτικό αυτό που ζούμε στην περιοδεία του “Πλούτου”. Εκτός της τεράστιας προσέλευσης των θεατών –παρόλο που δε μου αρέσει να μιλάω αριθμητικά, αλλά ύστερα από τόσα… sold out που έχω ακούσει, αναγκάζομαι: σε 30 παραστάσεις, 50.000 θεατές! Και δεν είναι στο περίπου αυτοί οι αριθμοί, όπως συνηθίζουν να λένε οι πιο πολλοί –αυτό που μας έχει εντυπωσιάσει είναι η ανάγκη συμμετοχής του κόσμου κατά τη διάρκεια της παράστασης. Συμπεριφέρονται σαν να είναι δική τους, σαν να την έχουν φτιάξει αυτοί».

Τι συμβαίνει όμως με τα έργα του Αριστοφάνη; «Δεν είναι ένας τόπος όπου ο καθείς θα επιδεικνύει μόνο την προσωπική ποιητική του ευαισθησία», καταθέτει την άποψή του. «Είναι ποιητικά μεν έργα, αλλά πάνω απ’ όλα είναι πολιτικά και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται. Επιθετικά, βίαια, υβριστικά, σχεδόν αλήτικα. Είναι σαν ο Εμπειρίκος να αποφάσιζε κάποια στιγμή να γράψει πολιτική επιθεώρηση με τη γλώσσα του “Μεγάλου Ανατολικού”. Ο κάθε σκηνοθέτης καταθέτει μέσω της ερμηνείας του την πολιτική του θέση. Το θέλει δεν το θέλει. Τον αναγκάζει το ίδιο το έργο. Ακόμη κι όταν την παραβλέπει. Το ίδιο το έργο ξεβρακώνει την πολιτική του αδιαφορία. Και ναι! Χρειάζεται μεν μία πλήρης διασκευή των αριστοφανικών έργων, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να διατηρείται πάντα η δομή και ο μύθος τους. Και όχι απλώς να απλώνει ο καθένας στην ορχήστρα κάποια σκόρπια, μέτριας γραφής, τις περισσότερες φορές χαϊκού. Αυτό βέβαια απαιτεί πολύ καλή γνώση της αρχαίας ελληνικής. Πρέπει να μπορείς να αποκωδικοποιήσεις τις αμφισημίες και τις πολυσημίες του αρχαίου κειμένου και να έχεις τη δυνατότητα να βρεις τις σημερινές αντιστοιχίες ώστε να μη χαθεί η σχέση του έργου με την επικαιρότητα. Μία σχέση που υπήρχε την εποχή που έγραφε ο Αριστοφάνης».

Για να γίνει αιχμηρός στο φινάλε: «Δυστυχώς η ημιμορφωμένη σχέση πολλών σκηνοθετών με την έννοια της αποδόμησης και του θεάτρου της επινόησης έδωσε τη δυνατότητα ενός δήθεν θεατρικού λιμπερτινισμού και οδηγεί τις παραστάσεις τους σε μία παιδαριώδη χαοτική κατάσταση, παρερμηνεύοντας τη φράση του Αντόρνο “καθήκον της τέχνης είναι να φέρει το χάος στην τάξη της εποχής”». Μιας και το χάος υπάρχει μόνο στις παραστάσεις τους, ενώ η “εποχή” μας μια χαρά κρατά την “τάξη” της. Οι σκηνοθέτες αυτοί μου θυμίζουν κάποιους νεόκοπους συνθέτες που, επειδή έχουν ακούσει Σένμπεργκ, Πεντερέτσκι και Λίγκετι, κάνουν μπουρμπουλήθρες πιστεύοντας πως γράφουν ατονάλ μουσική».

Ο «ανασκολοπισμός» του ποιητή

Στο ίδιο σημείο στέκεται και ο έμπειρος αριστοφανικός Γιώργος Μιχαλακόπουλος, μιλώντας στα «ΝΕΑ» για «ανασκολοπισμό» του Αριστοφάνη από κάποιες παραστάσεις. «Γίνονται χοντροκοπιές και χάνει την ουσία του», μας λέει, από τη Ραφήνα. «Κάποιοι πιστεύουν ότι έχουν το ελεύθερο να κάνουν ό,τι θέλουν, απουσία του δημιουργού». Οπως έχει πει, πάντως, ο δεινός περί τον Αριστοφάνη σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας, «τα όρια της σάτιρας είναι η αισθητική και όχι η ηθική».

Και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος πιστεύει ότι ο Αριστοφάνης ήταν σπουδαίος και σαν ποιητής, «αντιπροσωπευτικός για τη σάτιρα, δίχως βεβαίως το χρώμα του αγοραίου». Την δε επιτυχία του και στις μέρες μας την αποδίδει στο ότι «δεν φοβόταν τη ρήξη», κάτι που πάντα μιλάει στον θεατή. «Είναι λαϊκός συγγραφέας. Επίκαιρος για όλες τις εποχές. Οι γραμμές του, αν μιλάγαμε με όρους ζωγραφικής, είναι παχιές. Δεν είναι από πενάκι. Τολμηρός ακόμη και στη δύση του, όταν πια αχνοφέγγει ο Μένανδρος, με τη νέα αστική κωμωδία, που δεν είναι πολιτική», κλείνει ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος με μια αναδρομή στην ιστορία του ποιητή, που ακόμη μας δονεί. Εκτός αν ταχθούμε με τον αριστοφανικό πρωταγωνιστή Βασίλη Χαραλαμπόπουλο: «Ο Αριστοφάνης είναι διαχρονικός διότι διαχρονική είναι και η βλακεία του ανθρώπου».