Εξυπνος ο τίτλος του καινούργιου µυθιστορήµατος του Αλέξη Πανσέληνου «Η κρυφή πόρτα» (Μεταίχµιο). Οδηγεί τους συνειρµούς σε απαγορευµένους χώρους, υπόγειους πόθους, ηδονοβλεπτικές διαθέσεις, ένοχα µυστικά. Εκτός από έξυπνος είναι και εύστοχος, γιατί όλα αυτά υπάρχουν στο µυθιστόρηµα. Ο Ευγένιος, ο πρωταγωνιστής του, είναι ένας εξηντάρης συνταξιούχος, χωρισμένος εδώ και πολλά χρόνια, απλήρωτος μεταφραστής (η κρίση γαρ) και με συγγραφικές ανησυχίες ο ίδιος. Για να συμπληρώσει την ισχνή σύνταξή του αποφασίζει να νοικιάσει μια πτέρυγα του μεγάλου, κληρονομημένου από τη μητέρα του διαμερίσματός του στους πρόποδες του Λυκαβηττού, πτέρυγα που συγκοινωνεί με το δικό του ενδιαίτημα με μια αφανή πόρτα χωρίς κλειδαριά. Ενοικιαστής γίνεται μια νέα, ελκυστική κοπέλα, που δηλώνει σχεδιάστρια ιστοσελίδων. Οταν όμως εγκαθίσταται στο διαμέρισμα, αρχίζουν να συμβαίνουν εκεί παράξενα πράγματα. Ενώ η ύπαρξη της «κρυφής πόρτας» είναι γνωστή στη νοικάρισσα, αφού την έχει ειδοποιήσει εξαρχής γι’ αυτήν ο τζέντλεμαν Ευγένιος, που κάθε τόσο τη φράζει με ένα έπιπλο, την ξεφράζει, την ξαναφράζει, ώσπου η πόρτα μένει τελικά ανοχύρωτη και από τις δύο πλευρές…

Το μυθιστόρημα αργεί να απογειωθεί. Για περίπου πενήντα σελίδες ο Πανσέληνος περιγράφει εξαντλητικά την προβλέψιμα μίζερη καθημερινότητα ενός μαγκούφη μεσήλικα με ψαλιδισμένο, πενιχρό εισόδημα και ταπεινωμένες φιλοδοξίες. Κοντεύει να γίνει λογοτεχνικό στερεότυπο. Απορώ πώς οι έλληνες συγγραφείς δεν έχουν βρει ακόμη έναν πιο πρωτότυπο τρόπο να μιλήσουν για την κρίση. Επειτα πάντως ο Πανσέληνος μας αποζημιώνει γι’ αυτή την κατατονική αναγνωστική δοκιμασία στην οποία μας υπέβαλε. Ανάμεσα στον Ευγένιο και τη νεαρή νοικάρισσα αρχίζει να υφαίνεται μια σχέση γεμάτη αμφιθυμίες, πειρασμούς, αμφίσημες προκλήσεις, μεταπτώσεις, αινιγματικά κενά, αλλά και μια ιδιόμορφη συμπάθεια, που αντί να διαταραχθεί εντείνεται από τη στιγμή που ο Ευγένιος υποψιάζεται και τελικά βεβαιώνεται με ποιον τρόπο η κοπέλα βγάζει στην πραγματικότητα τα προς το ζην. Εδώ ο Πανσέληνος βρίσκεται στο στοιχείο του, αυτό στο οποίο έχει διαπρέψει όσο λίγοι πεζογράφοι μας.

Και στο τέλος μας τα χαλάει! Ολος αυτός ο πολύπλοκος και τόσο ενδιαφέρων ιστός αντιφατικών αισθημάτων, ηλικιακών και πολιτισμικών αντιθέσεων, ανθρώπινης επικοινωνίας μέσα από έλξεις και απωθήσεις διαλύεται με μια έκρηξη σεξουαλικής βίας, που ο συγγραφέας, με έναν ατυχή συμβολισμό, συγχρονίζει με την κορύφωση της άναρχης πολιτικής βίας στην Αθήνα του 2015. Ακολουθεί μια εξεζητημένη τροπή με την υποδήλωση της πραγματικής ταυτότητας της κοπέλας, ένα εύρημα που θυμίζει κάτι από «Homo faber» του Μαξ Φρις και κάτι από «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα, αλλά χωρίς τις νοηματικές αιχμές που είχε σ’ εκείνα τα έργα.

Αν ο Πανσέληνος θέλει να μας πει ότι στο βάθος κάθε πολιτισμένου ανθρώπου φωλιάζει ένα σεξουαλικό κτήνος, το σχόλιο είναι αν μη τι άλλο τετριμμένο. Μεταξύ άλλων επειδή επανέρχεται ολοένα στην πεζογραφία του ίδιου του Πανσέληνου, στοιχειωμένη από σαδιστικές, απερίγραπτα ωμές και χυδαίες μορφές σεξουαλικότητας. Αν πάλι ήθελε να συμπλέξει την ιστορία του με το θέμα της κρίσης, θα ήταν υπεραρκετή η βιοποριστική δραστηριότητα της νεαρής νοικάρισσας, ως αναγκαστική στροφή από μια «καθαρή», αλλά απρόσοδη απασχόληση. Οι ευθείες αναφορές του στην κρίση είναι επιδερμικές, ενώ η ταύτιση του Ευγένιου, στο τέλος, με τον άστεγο που έχει εγκατασταθεί στα σκαλιά ενός υπογείου δεν πείθει. Προτιμώ να κρατήσω μια άλλη επινόηση, από τις καλύτερες στην εργογραφία του Πανσέληνου: τη μυστηριώδη, ανισόρροπη ή μαστουρωμένη γυναίκα που εμφανίζεται δύο φορές μπροστά στον Ευγένιο μέσα στην αναμπουμπούλα οδομαχιών στα Εξάρχεια, σαν Κασσάνδρα ή σαν Ερινύα, και προφητεύει με τρελά λόγια το επερχόμενο δράμα του.