Πώς να ερμηνεύσει κανείς την απίστευτη επιτυχία του «σοσιαλιστή» Μπέρνι Σάντερς στις αμερικανικές προκριματικές εκλογές; Ο γερουσιαστής του Βερμόντ προηγείται πλέον της Χίλαρι Κλίντον μεταξύ των Δημοκρατικών ψηφοφόρων κάτω των 50 χρόνων και μόνο οι ηλικιωμένοι επιτρέπουν στη Χίλαρι να διατηρεί το αβαντάζ. Απέναντι στη μηχανή Κλίντον και στον συντηρητισμό των μεγάλων ΜΜΕ, ο Μπέρνι ίσως να μην κερδίσει το χρίσμα. Υπάρχει όμως πια η απόδειξη πως ένας άλλος Σάντερς, αναμφίβολα πιο νέος και λιγότερο λευκός, θα μπορούσε μια μέρα στο εγγύς μέλλον να αλλάξει το πρόσωπο της χώρας. Από πολλές απόψεις, παρακολουθούμε το τέλος του πολιτικοϊδεολογικού κύκλου που άνοιξε με τη νίκη του Ρόναλντ Ρίγκαν στις εκλογές του Νοεμβρίου 1980.

Ας γυρίσουμε λίγο πίσω. Από τη δεκαετία του 1930 έως τη δεκαετία του 1970 οι ΗΠΑ εφαρμόζουν μια φιλόδοξη πολιτική μείωσης των ανισοτήτων. Εν μέρει προκειμένου να μη μοιάσει στη Γηραιά Ηπειρο, που θεωρούνταν τότε γη των ανισοτήτων και αντίθετη προς το αμερικανικό δημοκρατικό πνεύμα, η χώρα εφεύρει κατά τον Μεσοπόλεμο τον έντονα κλιμακωτό φόρο εισοδήματος και κληρονομιάς και εφαρμόζει επίπεδα προοδευτικής φορολογίας που ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν στην εδώ πλευρά του Ατλαντικού.

Από το 1930 έως το 1980, ο φόρος για τα υψηλότερα αμερικανικά εισοδήματα (άνω του ενός εκατ. δολαρίων ετησίως) είναι κατά μέσο όρο 82%, με ανώτατο το 91% της περιόδου 1940-1960, από τον Ρούζβελτ έως τον Κένεντι, και πάντα 70% όταν εξελέγη ο Ρέιγκαν το 1980.

Αυτή η πολιτική δεν επηρεάζει σε τίποτε τη σθεναρή αμερικανική ανάπτυξη του μεταπολέμου, αναμφίβολα διότι δεν βοηθάει σε τίποτε το να πληρώνεις τους σούπερ μάνατζερ 10 εκατ. δολάρια αντί για ένα. Ο φόρος κληρονομιάς, επίσης κλιμακωτός, με ποσοστά που φτάνουν το 70%-80% όσον αφορά τις μεγαλύτερες περιουσίες για δεκαετίες –την ώρα που δεν ξεπέρασε ποτέ το 30%-40% στη Γερμανία ή στη Γαλλία –περιορίζει σημαντικά τη συγκέντρωση περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ, χωρίς τους ευρωπαϊκούς πολέμους και τις καταστροφές.

Οι ΗΠΑ εφαρμόζουν επίσης από τη δεκαετία του 1930, πολύ νωρίτερα από τις ευρωπαϊκές χώρες, έναν ελάχιστο ομοσπονδιακό μισθό, που στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ξεπερνά (μεταφρασμένος σε δολάρια του 2016) τα 10 δολάρια την ώρα, μακράν ο υψηλότερος της εποχής. Ολα αυτά χωρίς ανεργία, ή σχεδόν, καθότι το επίπεδο της παραγωγικότητας και του εκπαιδευτικού συστήματος το επιτρέπουν. Είναι επίσης η στιγμή που οι ΗΠΑ βάζουν επιτέλους τέλος στις φυλετικές διακρίσεις που ισχύουν ακόμα στον Νότο της χώρας και υιοθετούν νέες κοινωνικές πολιτικές.

Αυτά όμως προκαλούν έντονες αντιδράσεις, ιδιαίτερα μεταξύ των οικονομικών ελίτ και του πιο αντιδραστικού τμήματος των λευκών ψηφοφόρων. Ταπεινωμένη στο Βιετνάμ η Αμερική της δεκαετίας του 1970 ανησυχεί επιπλέον για το γεγονός ότι οι νικητές του πολέμου (με τη Γερμανία και την Ιαπωνία επικεφαλής) την πλησιάζουν με ταχύτατους ρυθμούς. Υποφέρει επίσης από την πετρελαϊκή κρίση, τον πληθωρισμό και την αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμάκων προς τα κάτω. Πατώντας πάνω σε όλη αυτή τη δυσφορία, ο Ρίγκαν εκλέγεται το 1980 με ένα πρόγραμμα που αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός πρωτόγονου καπιταλισμού. Η κορύφωση είναι η φορολογική μεταρρύθμιση του 1986, που βάζει τέλος σε μισό αιώνα έντονα προοδευτικής φορολογίας και μειώνει κατά 28% τον φόρο που εφαρμόζεται στα υψηλότερα εισοδήματα.

Η επιλογή αυτή ουδέποτε αμφισβητήθηκε πραγματικά από τους Δημοκρατικούς επί Κλίντον (1992-2000) και Ομπάμα (2008-2016), που θα σταθεροποιήσουν τον φόρο αυτόν γύρω στο 40% (δύο φορές χαμηλότερο από το μέσο επίπεδο της περιόδου 1930-1980), με αποτέλεσμα μια έκρηξη των ανισοτήτων και των τεράστιων αμοιβών, σε συνδυασμό με μια αδύναμη (αλλά λίγο υψηλότερη από εκείνη της Ευρώπης, που είναι παγιδευμένη σε άλλα προβλήματα) ανάπτυξη και τη στασιμότητα των εισοδημάτων των πολλών.

Η επιτυχία που γνωρίζει σήμερα ο Σάντερς δείχνει πως ένα σεβαστό κομμάτι της Αμερικής έχει κουραστεί με την αύξηση των ανισοτήτων και αυτές τις ψευτοεναλλαγές και εννοεί να αναβιώσει την προοδευτική ατζέντα και την παραδοσιακή τάση των ΗΠΑ να επιδιώκουν την ισότητα. Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τις θλιβερές προφητείες για το τέλος της Ιστορίας.