Ενώ σώνονται πια τα ψέματα και οι ψευδαισθήσεις… Ενώ οι πολίτες καλούνται να πληρώσουν το πραγματικό και η κυβέρνηση το πολιτικό κόστος του τρίτου Μνημονίου… Η μείζων αντιπολίτευση τι κάνει;

Ανεβάζει η μείζων αντιπολίτευση την οπερέτα «Αλλαγή αρχηγού», με εναλλακτικούς τίτλους «Από τον Κώστα στον Τζιτζικώστα» ή «Από τον Αντώνη στον Αδωνη». Βιώνει την κρισιμότερη καμπή της ιστορίας της κωμικοτραγικά. Με κλωτσοπατινάδες και αλληλομαχαιρώματα, με κροκοδείλια δάκρυα και υποκριτικά κελεύσματα ενότητας. Αντί να σφυροκοπά η Νέα Δημοκρατία νυχθημερόν τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, τους διευκολύνει στρέφοντας το ενδιαφέρον στον εσωκομματικό της σπαραγμό.

Στην Ελλάδα, κατά την τελευταία τουλάχιστον πενταετία, ζούμε το εξής αλλόκοτο: Παρά τις σκληρότατες πολιτικές συγκρούσεις, παρά τον καταιγισμό πυρών ένθεν και ένθεν, οι κυβερνήσεις και τα κόμματα δεν πέφτουν χτυπημένα απ’ τους αντιπάλους τους. Αυτοκτονούν.

Την άνοιξη του 2010, ο Γιώργος Παπανδρέου έφερε στη Βουλή προς ψήφιση το πρώτο Μνημόνιο. Στελέχη του τον είχαν συμβουλεύσει να απαιτήσει ευρεία πλειοψηφία 180 βουλευτών, ώστε να θέσει την αντιπολίτευση προ των ευθυνών της. Ο τότε πρωθυπουργός απέρριψε την ιδέα, αρκέστηκε στις 150 ψήφους. Το πλήρωσε πανάκριβα. Η Νέα Δημοκρατία, μένοντας έξω απ’ τον χορό, σήκωσε ευθύς τα λάβαρα του αντιμνημονιακού αγώνα. Ο ΓΑΠ φορτώθηκε μόνος του, αυτοβούλως, τον σταυρό.

Επί πολλούς μήνες ο Αντώνης Σαμαράς, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, διακήρυσσε στους Ελληνες πως το Μνημόνιο ήταν περιττό αφού υπήρχε δήθεν άλλος δρόμος για τη χώρα. Ο δρόμος των διαβόητων Ζαππείων. Το πλήρωσε πανάκριβα. Οταν –προ των πυλών της εξουσίας –έκανε στροφή στον ρεαλισμό, άφησε το αντιμνημονιακό αφήγημα προίκα στον Πάνο Καμμένο. Κυρίως δε στον Αλέξη Τσίπρα.

Στις εκλογές του Μαΐου του 2012, η Κεντροαριστερά του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ συγκέντρωσε συνολικά ποσοστό υψηλότερο από τη Νέα Δημοκρατία. Θα μπορούσαμε να έχουμε τότε την «Πρώτη Φορά Αριστερά» με πρωθυπουργό τον Φώτη Κουβέλη. Ο Κουβέλης όμως –κοιτάζοντας αμήχανα ποτέ ένα ξεκούρδιστο ρολόι, πότε μια χαλασμένη πυξίδα –έσυρε τη χώρα σε επαναληπτικές εκλογές. Το πλήρωσε πανάκριβα. Ο ΣΥΡIZA εκτινάχθηκε, έγινε ο αναμφισβήτητος ηγεμόνας της Αριστεράς. Ενώ η ΔΗΜΑΡ κατέληξε τρίτος και καταϊδρωμένος εταίρος στην κυβέρνηση Σαμαρά.

Με τη λήξη της θητείας του Κάρολου Παπούλια, στα τέλη του 2014, ο ΣΥΡΙΖΑ απέρριψε οποιαδήποτε σκέψη συνεννόησης για το πρόσωπο του νέου Προέδρου. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν κρατιόταν –πρεμούρα τον είχε πιάσει να ορκιστεί το ταχύτερο πρωθυπουργός. Αντί να αφήσει τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο να ολοκληρώσουν τσάτρα πάτρα το δεύτερο Μνημόνιο, ώστε να παραλάβει ο ίδιος την Ελλάδα στην αυγή μιας νέας εποχής, την άνοιξη –το αργότερο _ του 2016, τους ανέτρεψε. Θα το πληρώσει πανάκριβα. Μπορεί να σάρωσε στις κάλπες τρεις φορές μέσα σε εννέα μήνες, εκείνος είναι ωστόσο που στέλνει τώρα στους πολίτες τον βαρύτατο λογαριασμό του τρίτου Μνημονίου. Οι Ελληνες παραμένουν ασφαλώς ερωτοχτυπημένοι μαζί του. Ο έρωτας όμως –έλεγαν οι παλιές γυναίκες –περνάει από το στομάχι.

Εάν δούμε την πολιτική σαν ποδοσφαιρικό αγώνα, οφείλουμε να το παραδεχθούμε: Οι ηγέτες –αλλά και οι ηγετίσκοι μας –αλωνίζουν ακούραστα το γήπεδο. Προσφέρουν πλούσιο θέαμα, αναπάντεχες, ευτράπελες συχνά, φάσεις. Είναι δε και γκολτζήδες. Μόνο που ειδικεύονται στα αυτογκόλ.