Ηταν ο «Μαχαραγιάς» που λικνιζόταν στο ομότιτλο τραγούδι της Μελίνας Κανά στο Ακροπόλ του Βούλγαρη. Οι φίλοι ανακάλυψαν αργότερα τη Σάρα Κέιν, που πρώτος ανέβασε στην Ελλάδα, αλλά το προσωπικό GPS είχε μείνει κολλημένο στην κινηματογραφική εικόνα ενός ηθοποιού που χορεύει ανατολίτικα σαρώνοντας κανόνες και σοβαροφανείς προσδοκίες.
Ηταν μια «Αντιγόνη» ξαναδιαβασμένη μέσα στα στάχυα της Ομπολένσκι. Οι ηθοποιοί φορούσαν καθημερινά ρούχα: λευκά, μαύρα και στο χρώμα της ώχρας. Το κείμενο ακούστηκε μέχρι την τελευταία συλλαβή, χωρίς άλλους νεωτερισμούς και χωρίς να έχει προσβληθεί από «σκηνοθετίτιδα». Το αγκαζέ Βογιατζή – Κουρή έγραψε ιστορία, η Αμαλία Μουτούση κέρδισε την Επίδαυρο.
Ηταν το «Υστατο σήμερα», μια παράσταση απ’ την οποία έβγαινες δύο ώρες ελαφρύτερος. Ο άγγελος των κακών ειδήσεων ξαναθύμιζε τη σπαρακτική περιπέτεια των Αθηναίων στη Σικελία και ο μπαρμπέρης – Ημελλος άντεχε στο ισοκράτημα του δασκάλου του. Από εκείνο το βράδυ και η φράση του κουρέα – Θουκυδίδη «Ημουν κι εγώ στην Αμφίπολη» που θα τη βρίσκαμε μπροστά μας κακήν κακώς.
Πολλοί θα μιλήσουν στο όνομά του τα επόμενα χρόνια. Λίγοι θα πιάσουν το νήμα της συλλογικής ανάμνησης. Με την ίδια ευκολία που νεότεροι συγγραφείς πίνουν εσχάτως νερό στο όνομα του Γιώργου Ιωάννου –αλλά το χειρόγραφό τους απέχει κάτι στρατόσφαιρες από το υπόγειο του θεσσαλονικιού αυτοεξόριστου. Για την ιστορία, ο Ιωάννου χειροκροτούσε τον Βογιατζή «σαν τρελός» στη «Σπασμένη στάμνα» του 1982. Ευαισθησίες παράλληλες.