«Τα δικά μας παιδιά»: Με τούτη τη φράση δεν εννοούμε φυσικά ότι τα παιδιά μας είναι καλύτερα των άλλων –αυτό θα ήταν παράλογο. Σίγουρα όμως είναι τα πιο τυχερά. Επειδή έχουν εμάς. Το βάρος, λοιπόν, πέφτει στις πλάτες μας, καθώς καλούμαστε να αποδείξουμε ότι είμαστε οι καλύτεροι των κηδεμόνων. Και οι τρόποι είναι δύο: ή διά της δύναμης ή διά της ηθικής. Οι ήρωες της ταινίας, που τυγχάνουν αδέλφια (κάτι που τονίζει εξαρχής μια σεναριακή σχηματικότητα που αντιμάχεται διαρκώς το όλο δράμα), υπηρετούν ακολούθως τα δύο προαναφερθέντα στρατόπεδα: ο πρώτος είναι δικηγόρος και ο δεύτερος γιατρός (οι Αλεσάντρο Γκάσμαν και Λουίτζι Λο Κάσκιο, άψογοι και οι δυο τους, σε ρόλους μάλλον απαιτητικούς).

Το ιταλικό σινεμά τα τελευταία χρόνια ρίχνει κοφτές, σκωπτικές ματιές σε ένα αστικό τοπίο όπου μόλις και μετά βίας αναγνωρίζουμε την Ιταλία που αγαπήσαμε στον κινηματογράφο της. Το περυσινό «Ανθρώπινο κεφάλαιο» προσπάθησε να θέσει τα ίδια ζητήματα σε όρους ταξικούς. Εδώ όμως το θέμα μοιάζει ήδη λυμένο: η μεσαία τάξη είναι αυτή που καλείται να πάρει τις απαιτούμενες αποφάσεις, ακόμη κι αν αυτές δρουν εναντίον της. Και η ίντριγκα έχει ως εξής: τα τέκνα των δύο αδελφών, ανήλικα και εμφανώς κακομαθημένα, έχουν διαπράξει ένα απεχθές έγκλημα. Οφείλουν οι γονείς –οι μόνοι που γνωρίζουν την ταυτότητα των δραστών –να καταδώσουν τα παιδιά καταστρέφοντας τις ζωές τους;

Οπως αντιλαμβάνεστε, στο σύμπαν αυτό δεν χωρούν αμφισημίες. Και ο Ιβάνο ντε Ματέο, σκηνοθέτης αυτού του ενδιαφέροντος όσο και δυσλειτουργικού φιλμ, αντιμετωπίζει τα προκύπτοντα ερωτηματικά με μια σχεδόν παράταιρη λεπτότητα: δεν υπάρχει λόγος για μια τέτοια προσέγγιση όταν οι σημάνσεις σου είναι τόσο κραυγαλέες. Από μια ταινία όμως όπου τα πάντα λειτουργούν ούτως ώστε να καλύψουν το ιδεολογικό της κενό προτιμώ ένα φιλμ σαν κι αυτό. Ενα φιλμ δηλαδή που, παρά τις αδυναμίες του, έχει έναν λόγο να αρθρώσει. Ακόμη και όταν κλείνει με ένα τόσο ξεκούδουνο φινάλε.

Βαθμοί: 5