Το εύκολο είναι να ξέρεις ποια πολιτική δεν θέλεις. Να ξέρεις τι αντιπολιτεύεσαι. Γι’ αυτό ήταν σίγουρη από την αρχή η Τασία Χριστοδουλοπούλου.

Η αναπληρώτρια υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής ήξερε, ας πούμε, ότι τα κέντρα κράτησης –όπου κρατούνταν άνθρωποι για πάνω από έναν χρόνο, χωρίς καμία κατηγορία και συχνά χωρίς να είναι καν γνωστά τα στοιχεία τους –ήταν λάθος. Δεν ήταν μόνο εκτός ευρωπαϊκής δικαιικής πραγματικότητας. Ηταν και ατελέσφορα –αφού δεν τους αναγνωριζόταν άλλη χρησιμότητα, πλην της επικοινωνιακής περί νόμου και τάξης.

Η Χριστοδουλοπούλου ήξερε τι ήθελε να αποδομήσει. Ομως, δεν ήταν έτοιμη να το αντικαταστήσει. Ετσι, για ένα διαρκές πρόβλημα η κυβέρνηση βρέθηκε να αναζητά πολιτική σε έκτακτες συσκέψεις, σαν να τη χτύπησε ξαφνικά κάποια απρόβλεπτη φυσική καταστροφή.

Η αλήθεια είναι ότι ακόμη κι αν η κυβέρνηση ήταν προετοιμασμένη, ακόμη κι αν είχε επεξεργαστεί κάποιο σχέδιο, το πρόβλημα πάλι θα την υπερέβαινε. Πάλι δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε χωρίς την αρωγή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ομως και σε αυτό το μέτωπο δυσκολεύει τον εαυτό της, εμπλέκοντας το μεταναστατευτικό με τη διαπραγμάτευση –και παρότι ο Αβραμόπουλος είχε προειδοποιήσει ότι μια τέτοια εμπλοκή θα τραυμάτιζε την ετοιμότητα της Κομισιόν να βοηθήσει.

Μέχρι χθες η απειλή, πότε ωμή και πότε διπλωματικότερα καμουφλαρισμένη, έμενε σε ρητορικό επίπεδο. Μετά τη χθεσινή σύσκεψη στο Μαξίμου, παίρνει χαρακτήρα ημιεπίσημης κυβερνητικής πολιτικής.

Η κυβέρνηση – ή μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ –έχει εξαγγείλει μια φιλελεύθερη (με την καλή έννοια) πολιτική για τη μετανάστευση, που δεν περιορίζεται στην επιχειρησιακή αντιμετώπιση του προσφυγικού κύματος. Μια νέα πολιτική στο δίκαιο της ιθαγένειας που, εκτός από κοινοβουλευτική πλειοψηφία, θα χρειαστεί ένα άλλο κοινωνικό κλίμα.

Μάλλον περιττεύει να αναρωτηθεί κανείς κατά πόσο έχει βοηθήσει στην καλλιέργεια αυτού του κλίματος η εκστρατεία της Χριστοδουλοπούλου στα media. Με την κεκτημένη ταχύτητα της ακτιβίστριας, που έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών, η υπουργός είναι έτοιμη να ψέξει τα ΜΜΕ ότι καλύπτουν το πρόβλημα με τρόπο πολιτικά μη ορθό και εμπρηστικό. Το πρόβλημα δεν είναι όπως το δείχνουν. Εκεί που κάποιοι λιάζονται, τα ΜΜΕ ανακαλύπτουν επικίνδυνους πλάνητες.

Η κατηγορία ότι τα ΜΜΕ ενδίδουν σε ρατσιστικά στερεότυπα δεν είναι ούτε νέα ούτε αστήρικτη. Ομως στην παρούσα φάση ποιος υπονομεύει την ανοχή; Αυτός που –έστω και δραματικά –καταγράφει το πρόβλημα; Ή αυτός που σπεύδει να το υποβαθμίσει περίπου ως κατασκευασμένο; Ποιος ερεθίζει πρώτος συντηρητικές άμυνες, αν όχι εκείνος που απαντά με διδακτισμό σε έναν υπαρκτό φόβο;

Κακά τα ψέματα. Τη διάχυτη αγωνία για τη μετανάστευση δεν την προκαλούν τα media. Τουλάχιστον δεν την υποδαυλίζουν περισσότερο από εκείνους που την ειρωνεύονται.