να τραπέζι. Δύο καρέκλες. Δύο ποτήρια κρασί. Μία παρανόηση. Δύο άντρες συζητούν: «Χμ, σήμερα θες μία, αύριο θα θες δύο». «Τι θα κάνω με τις δύο;» «Ο,τι θα κάνεις και με τη μία». «Είναι σημαντική για μένα. Δεν αντέχω άλλο μόνος μου». «Και με τη γελάδα μου θα λύσεις το πρόβλημα της μοναξιάς σου;». «Μα, δεν μιλάω για τη γελάδα σου. Για την κόρη σου, την Τσάιτελ, μιλάω!».

Ο διάλογος του Λάζαρ Γουλφ του χασάπη (Γιάννης Αναστασάκης) με τον Τέβιε τον γαλατά (Γρηγόρης Βαλτινός) καταλήγει σε ξέφρενο χορό, στον οποίον μπαίνουν και ρώσοι Κοζάκοι και η βαθιά φωνή του ρώσου τραγουδιστή (Μπάμπης Αλεξανδρόπουλος) που καταλήγει σε έναν ύμνο στη ζωή. Στο όνομα της οποίας πίνουν και τσουγκρίζουν τα ποτήρια και μοιάζουν αδελφωμένοι, την ώρα που σοβεί το μεγάλο πογκρόμ, ο διωγμός των Εβραίων από τη Ρωσία.

Βρισκόμαστε άλλωστε στο ρωσικό χωριό Ανατέβκα, το 1905. Εκατόν δέκα χρόνια πριν και ακριβώς πενήντα από το πρώτο, θριαμβευτικό, ανέβασμα του συγκινητικού –σε φόντο πολιτικό –μιούζικαλ «Ο βιολιστής στη στέγη», του πρώτου στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ που έσπασε το φράγμα των 3.000 παραστάσεων –και συνεχίζει. Και μια και μιλάμε για επετείους, ας βάλουμε μία ακόμη: τα 10 χρόνια από το προηγούμενο ανέβασμα του «Βιολιστή» στο Αθήναιον πρώτα, έπειτα στο Ηρώδειο και σε περιοδεία και μετά στο Βεάκη (τέσσερα διαδοχικά, επιτυχημένα, ανεβάσματα) με τον Γρηγόρη Βαλτινό – Τέβιε.

Προ καιρού μου έλεγε ότι κόσμος πολύς στο καμαρίνι του τον ρωτούσε πότε θα τον ξαναδεί ως Τέβιε. Και να που ήρθε η ώρα για να ζήσει από σκηνής το έργο που τον γεμίζει –όπως λέει –χαρά και του θυμίζει «το πολύ σκληρό αγκάθι του διωγμού, της εχθρότητας προς το διαφορετικό, του πολέμου και της μετανάστευσης». Με τον ρόλο που για κείνον είναι «ο ρόλος που κάθε ηθοποιός προσπαθεί σε όλη τη διάρκεια της πορείας του να βρει ως ρόλο ζωής, έργο ζωής». «Εγώ είχα την ευλογία να τον βρω στον Τέβιε και είμαι πανευτυχής γιατί κάθε φορά που στερεύω, επιστρέφω σε αυτή την πηγή για να κάνω επανεκκίνηση», μου λέει, χαλαρός, στο διάλειμμα της πρόβας που κατέληξε στον ξέφρενο χορό στο όνομα της ζωής. Συντονισμένο στα βήματα της αρχικής χορογραφίας από τη Σοφία Σπυράτου, με έλληνες χορευτές που βάζουν το λιθαράκι του σε εκείνο το οποίο ο Γρηγόρης Βαλτινός ονομάζει «θέαμα που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα αντίστοιχα του εξωτερικού».

«Οσο περνούν τα χρόνια και ωριμάζω κάποιους ρόλους που έπρεπε κάποτε να τους παίξω τώρα τούς… είμαι», μου επισημαίνει για το ρόλο του Τέβιε, γελώντας για τον λεκτικό νεολογισμό. «Οπως λέει και ο Ελύτης: αυτός που ήμουν πάντα, έγινα».

ΣΤΙΣ ΠΡΟΒΕΣ. Αυτή τη φορά, ο «Βιολιστής» του έχει μια παράξενη δυσκολία: ύστερα από τα τέσσερα ανεβάσματα του «παλιού», χρειάστηκε να μάθει νέα λόγια και στίχους καθώς το έργο ανεβαίνει σε νέα απόδοση –και αυτό τον μπερδεύει λίγο. Επίσης, έχει συμπαραστάτη τον αμερικανό σκηνοθέτη Ρομπ Ρουτζιέρο, που ήδη κλείνει την έκτη εβδομάδα του στην Αθήνα και στις πρόβες (άντε και με ένα διάλειμμα στη Σαντορίνη). Εναν άνθρωπο του θεάματος που βλέπει στον «Βιολιστή», όπως μου λέει χαμογελώντας, μια κόντρα ανάμεσα στις παραδοσιακές αξίες και την –επερχόμενη –αλλαγή. «Ο Τέβιε έχει να αντιμετωπίσει τις αλλαγές που φέρνουν στη ζωή του οι κόρες του (με τις επιλογές τους για τον γάμο τους), αλλά και με την πολιτική αναταραχή που γεννά νέες αξίες στη θέση της παράδοσης, που είναι η ρίζα και σ’ αυτήν στηρίζεται ο φτωχός γαλατάς σε όλη του τη ζωή». Εξού και το ομότιτλο τραγούδι «Παράδοση», εμβληματικό για το εν λόγω μιούζικαλ, όσο και το συγκινητικό «Ανατέβκα», την ώρα που παίρνει τον δρόμο, πρόσφυγας, μακριά από τον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.

«Το εντυπωσιακό είναι ότι ο «Βιολιστής» ξεκίνησε ως ένα έργο για τον Τέβιε και τις κόρες του και κατέληξε ένα έργο για το τέλος ενός τρόπου ζωής», προσθέτει ο σκηνοθέτης (πάντα με χαμόγελο). Εδώ, ο Ρομπ Ρουτζιέρο χρησιμοποιεί περισσότερο από άλλες παραγωγές, ειδικά σε στιγμές που η αβεβαιότητα κυριαρχεί στη δράση, τον βιολιστή (τον αμερικανό Μαξ Τσάκερ), alter ego του Τέβιε, ο οποίος είναι και ο μόνος που τον βλέπει. Τι θέλει να μας πει; «Οτι όλοι είμαστε σαν βιολιστές στη στέγη που προσπαθούμε να βγάλουμε μια μελωδία, δίχως να τσακιστούμε πέφτοντας στο κενό. Ειδικά για τους Ελληνες, πιστεύω, είναι η σχέση τους με το παρελθόν, με τον πολιτισμό τους, με την παράδοσή τους, με εκείνη τη στόφα που κάνει τον Ελληνα να διαφέρει από τον Ιταλό ή τον Αμερικανό. Για τους ίδιους λόγους είναι εξαιρετικά επιτυχημένο αυτό το μιούζικαλ στην Ιαπωνία. Ή στην Ολλανδία».

Μια και μιλούσαμε παραπάνω για εμβληματικές στιγμές και τραγούδια, εκείνο το «Αν ήμουν πλούσιος» του Τέβιε, τι είναι τελικά; Ο πόθος για τα υλικά αγαθά; «Οχι», με κόβει ο Ρομπ Ρουτζιέρο. «Είναι απλώς το όνειρο ενός φτωχού γαλατά για μια καλύτερη ζωή. Δεν είναι η απληστία. Είναι το όνειρο».

INFO

«Ο βιολιστής στη στέγη» των Jerry Bock, Sheldon Harnick και Joseph Stein, από 17 Απριλίου στο θέατρο Badminton (Αλσος Στρατού, Γουδή, τηλ. 210-8840.600). Σκηνοθεσία: Μπομπ Ρουτζιέρο. Απόδοση κειμένου: Πάνος Αμαραντίδης. Απόδοση στίχων: Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Μουσική διδασκαλία – διεύθυνση ορχήστρας: Αλέξιος Πρίφτης. Σκηνικά – κοστούμια: Γιώργος Πάτσας. Επιμέλεια χορογραφίας: Σοφία Σπυράτου. Διανομή: Γρηγόρης Βαλτινός, Ρένια Λουιζίδου, Κώστας Βελέντζας, Στάθης Νικολαΐδης, Γιάννης Αναστασάκης, Μαριάννα Πολυχρονίδη, Ιωάννα Τριανταφυλλίδου, Μαξ Τσάκερ, Μαρίνα Σάττι, Στέλλα Γκίκα, Μιχάλης Μαρίνος, Μέμος Μπεγνής, Ιβάν Σβιτάιλο, Τάσος Κωστής, Μαρία Γράμψα κ.ά.