Αυτά τα ωραία κορίτσια που αποκαλύφθηκαν προχθές στην ανασκαφή της Αμφίπολης ξύπνησαν μέσα μου μια αρχαιοφιλία από τα παλιά. Κάπως αυθαίρετη, είναι η αλήθεια, και οπωσδήποτε εντελώς ανεπίσημη, η οποία όμως ενδημούσε τα χρόνια εκείνα. Μου την έμαθε ο παππούς μου, που στα νιάτα του είχε δει το παλιό Μουσείο της Ολυμπίας να χτίζεται και έκτοτε απέκτησε προσωπικό πάρε-δώσε με τον Ερμή του Πραξιτέλη, κι ας μην είχε ποτέ του διδαχθεί τίποτε άλλο από γραφή, ανάγνωση και πρακτική αριθμητική. Κάθε φορά που μπαίναμε στη μικρή αίθουσα σήκωνε τη μαγκούρα του και μου έδειχνε το χέρι του θεού που έλειπε. Για το παιδί, που ήταν ο Διόνυσος, πίστευε ακράδαντα ότι ήμουν εγώ, ενώ ο Ερμής, κατά τη γνώμη του, ήταν ο ίδιος.

Αργότερα, όταν μεγάλωσα και οι ταυτίσεις μου άρχισαν πια να εγείρουν απαιτήσεις φύλου, αποφάσισα να συνταχθώ αναφανδόν με τη μεριά των Λαπιθίδων, από το δυτικό αέτωμα του ναού του Διός. Η αισχυντηλή αγκωνιά της κόρης στα μούτρα του μουσάτου απαγωγέα της ήταν για μένα ένα πρώτο μάθημα αυτοάμυνας. Θα προλάβαινα άραγε να του τη χώσω ή θα με άρπαζε απ’ το στήθος και θα με πήγαινε κατευθείαν σε κλέφτικα λημέρια Σαρακατσάνισσα, στη χώρα των Κενταύρων, εκεί που κάνανε όλη μέρα γυμναστική και μαθηματικά;