Είχα κι εγώ μια συμμαθητριούλα που αυτοκτόνησε επειδή δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο. Ακαδημαϊκό τις λέγανε τότε τις Πανελλαδικές, μόνον ο Θεός θυμάται γιατί. Η διαφορά πάντως του τότε συστήματος με το σημερινό ήταν μηδαμινή, αφού περιελάμβανε τον ίδιο (και περισσότερο) όγκο εξεταστέας ύλης, το ίδιο άγχος και το ίδιο ξεπαράδιασμα γονέων στα φροντιστήρια της εποχής. Οταν το κορίτσι βρέθηκε κρεμασμένο κανείς δεν κατηγόρησε το εξεταστικό σύστημα ούτε καν τη χούντα που χτυπούσε με μανία το ράμφος της πάνω σε εφήβους. Οι γονείς είχαν τότε το πλήρες δικαίωμα να είναι απόμακροι, ελεγκτικοί και βασικά «στον κόσμο τους» και ποτέ κανείς δεν διανοήθηκε να τους αποδώσει ευθύνες για την κακοδιοίκηση παίδων και κορασίδων. Η περιοχή ευθύνης των καθηγητών περιοριζόταν στα ολίγα κολλυβογράμματα που επέτρεπε το καθεστώς, η χρυσή νεολαία ξεχαρμάνιαζε με ποδόσφαιρο και η τηλεόραση έπαιζε τότε τη «Μαρίνα Αυγέρη» με την Καρέζη, σε καλό μου, πού το θυμήθηκα;

Είναι επικίνδυνο πράγμα όταν η πρόσφατη μνήμη υποχωρεί και αφήνει τα στοιχειά του παρελθόντος να ερμηνεύσουν τα τωρινά. Αναρωτιέμαι όμως μήπως τελικά αυτή η σκουριασμένη αρμαθιά είναι το ασφαλέστερο πασπαρτού να ξεκλειδώσει κανείς τα τρέχοντα. Μπορεί να μην έχουμε χούντα, το δωμάτιο όμως είναι το ίδιο, το παιδί είναι απαράλλαχτο και η ακαμψία του χώρου, γύρω τριγύρω, ανυποχώρητη. Τι να είπε άραγε το κορίτσι όταν αναμέτρησε με το μάτι το ταβάνι; «Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ‘ναι ζήτημα ύψους» ή «θα ‘ρθω κοντά σου κατακορύφως», όπως θα το έλεγε ένας ποιητής; Το σκέφτομαι, το ξανασκέφτομαι και καταλήγω σε έναν άλλο στίχο. «Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει τους ουρανούς το στέμμα σου». Μπορεί να είναι κι αυτό.