Πριν από λίγους μήνες ήταν φοιτήτρια στη δραματική σχολή του περίφημου Πανεπιστημίου Γέιλ. Τα ξημερώματα της Δευτέρας η Λουπίτα Νιόνγκο μπορεί να στέκεται στη σκηνή, να ευχαριστεί την οικογένειά της, την Ακαδημία και τον σκηνοθέτη Στιβ Μακ Κουίν, ο οποίος της έδωσε τον ρόλο της Πάτσι στην ταινία των Οσκαρ «12 χρόνια σκλάβος».

Μέχρι να ξεκινήσουν τα γυρίσματα στη Λουιζιάνα, η Λουπίτα Νιόνγκο πίστευε ότι θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα της πουν από την παραγωγή ότι τελικά έκαναν λάθος. Η αγωνία της έλαβε τέλος όταν στάθηκε μπροστά στον κινηματογραφικό φακό για να μεταμορφωθεί στην Πάτσι, την όμορφη νέγρα που εργαζόταν όσο δύο άνδρες στα χωράφια, μαζεύοντας βαμβάκι, υφίστατο τη βιαιότητα των αφεντάδων της και κάθε βράδυ σχεδίαζε τον θάνατό της.

Ο Στιβ Μακ Κουίν μετέφερε στη μεγάλη οθόνη την ιστορία του Σόλομον Νόρθαπ, ενός ελεύθερου μαύρου, μορφωμένου και δεξιοτέχνη βιολιστή, που απήχθη το 1841 από την Ουάσιγκτον και μεταφέρθηκε σκλάβος στον αμερικανικό Νότο, έτσι όπως ο ίδιος την έχει περιγράψει στο αυτοβιογραφικό «12 χρόνια σκλάβος».

Οταν η Λουπίτα δέχθηκε την πρόταση για τον ρόλο, άρχισε να προσπαθεί να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε για τη δουλεία. «Διάβασα το βιβλίο και έμεινα έκπληκτη. Επειτα πήγα στο Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων Διάσημων Μαύρων στη Βαλτιμόρη. Εκεί κατανόησα πολλά πράγματα που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν μόνο μέσα στο μυαλό μου ως θεωρίες και πληροφορίες από τα βιβλία. Είδα, για παράδειγμα, πόσο μεγάλη είναι μια μπάλα από 250 κιλά βαμβάκι. Οσο μάζευε, δηλαδή, σε καθημερινή βάση η Πάτσι».

Η ζωή της νεαρής ηθοποιού απέχει πολύ απ’ όσα έζησε η ηρωίδα. Από το μυαλό της Λουπίτα δεν μπορούσε να περάσει η λέξη ρατσισμός αφού, όπως λέει, «δεν μεγάλωσα έχοντας στο μυαλό μου ότι είμαι μαύρη. Ζούσα στο Ναϊρόμπι, η οικογένειά μου ανήκει στη μεσαία τάξη και όλα φαίνονταν φυσιολογικά».

Υπάρχουν όμως κάποιοι άξονες του βίου της που θαρρείς και την προετοίμασαν για τον ρόλο. Η πατρίδα της είναι η Κένυα αλλά γεννήθηκε το 1983 στην Πόλη του Μεξικού. Εκεί αναγκάστηκαν να μετακομίσουν οι γονείς της ως πολιτικοί εξόριστοι. Ο πατέρας της, ο Πίτερ Ανιάγκ Νιόνγκο, είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και χρημάτισε υπουργός Υγείας με έντονη πολιτική δράση στην Κένυα. Είχε διοργανώσει το φοιτητικό κίνημα για την επάνοδο της δημοκρατίας (μετά τον θάνατο του προέδρου Γιόμο Κενιάτα, το 1978, η προεδρία παραχωρήθηκε στον Ντάνιελ Αράπ Μόι, ο οποίος άσκησε πολιτική καταστολής της αντιπολίτευσης της Αριστεράς). «Μετά την εξαφάνιση του αδελφού του, ο πατέρας μου έπρεπε να φύγει» λέει η Λουπίτα.  

Δύο χρόνια μετά, η οικογένεια επέστρεψε στο Ναϊρόμπι. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο πατέρας της θα συλληφθεί και θα κρατηθεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η Λουπίτα θυμάται να φθάνει πίσω αδυνατισμένος. «Δεν συζητούσαμε ποτέ για το τι είχε συμβεί. Ηξερα ότι ήταν επικίνδυνο να μιλήσω γι’ αυτό. Εμαθα περισσότερα το 2002, όταν άλλαξε η κυβέρνηση και έγιναν γνωστά τα περί διώξεων και βασανισμών!».

Οσο για τον ρόλο της Πάτσι; «Ο Ρον βαν Λιου, καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, μου είχε πει ότι τίποτε από όσα κάνουμε δεν έχει να κάνει με εμάς. Ολα συμβαίνουν στον χαρακτήρα» λέει η Λουπίτα Νιόνγκο. «Αυτό με βοηθάει πολύ. Γιατί σκέφτομαι ότι έχω αναλάβει την αποστολή να παλέψω για τον χαρακτήρα που υποδύομαι. Για να αποκτήσει εκείνο που θέλει και εκείνο που πρέπει. Οσο είμαι σε αυτήν τη μάχη, αισθάνομαι ότι κάνω καλά τη δουλειά μου…».