Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην αισθάνεσαι βαθύτατα απογοητευμένος για τις προοπτικές εξόδου από την κρίση, με την Ελλάδα να παίρνει τον δρόμο της «κανονικότητας». Δεν εννοώ την έξοδο από τη δημοσιονομική κρίση. Αυτή, όπως όλα δείχνουν, θα την πετύχουμε. Αλλά είναι η αιχμή της πυραμίδας, η κορυφή του παγόβουνου, το επιφαινόμενο της βαθύτερης, ουσιαστικότερης, διαχρονικής διαρθρωτικής κρίσης. Και η κρίση αυτή εντοπίζεται στη διοικητική, κρατική ανικανότητα (στην απουσία «administrative capacity», όπως αναφέρεται στην επιστημονική διατύπωση) και στη «νοοτροπία υποβάθρου», στην κουλτούρα δηλαδή που τροφοδοτεί αυτή την κρίση (γιατί η κρίση στην Ελλάδα είναι τελικά ένα «cultural phenomenon», όπως επίσης λέγεται στη βιβλιογραφία, αντίθετα με τις κρίσεις χωρών όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, που κατά βάση είναι οικονομικές). Μια σειρά από γεγονότα των τελευταίων ημερών πιστοποιεί ότι το κράτος (η διοίκηση) ελάχιστα έχει βελτιώσει την ικανότητα να διαχειρίζεται κρίσεις, να επιλύει προβλήματα, να συντονίζει δράσεις, να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις, να έχει, με άλλα λόγια, εκσυγχρονισθεί. Σε ορισμένες περιπτώσεις και για διάφορους λόγους ίσως η κατάσταση να έχει χειροτερέψει, και μάλιστα αισθητά. Το ότι υπάρχουν κάποιοι διοικητικοί θύλακοι που ανταποκρίνονται στις προκλήσεις δεν αλλάζει τη γενικότερη εικόνα. Και η συνολική εικόνα παραμένει εν πολλοίς αναλλοίωτη. Η Ελλάδα εξακολουθεί να μη διαθέτει –και φαίνεται ότι δεν πρόκειται να αποκτήσει στο ορατό χρονικό διάστημα –κράτος/διοίκηση με ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.

Εχω μια άμεση πρόσφατη εμπειρία του χάους που συγκροτεί το ελληνικό κράτος (τρόπος του λέγειν «συγκροτεί», γιατί το χάος δεν συγκροτείται, πολύ περισσότερο εάν πρόκειται για το κρατικό χάος).

Επισκέπτομαι συχνά το χωριό Σχίνος της Κορινθίας, κοντά στο Λουτράκι. Ο δρόμος που οδηγεί σε αυτό, δεκαπέντε χιλιόμετρα περίπου από το Αλεποχώρι, «πηγαίνει» παράλληλα με τη θάλασσα όχι με τις καλύτερες συνθήκες (οι κατολισθήσεις αποτελούν καθημερινό φαινόμενο) αλλά πάντως είναι μια υπέροχη διαδρομή. Εδώ και καιρό όμως ένα μέρος του δρόμου, γύρω στα εκατό μέτρα, έχει διαβρωθεί από τη θάλασσα και κινδυνεύει με ολική υποχώρηση και συνεπώς το χωριό κινδυνεύει να αποκοπεί πλήρως. Από το σημείο αυτό αρχίζει και αναδύεται το ελληνικό κρατικό χάος. Τα εκατό αυτά μέτρα δρόμου ανήκουν στα όρια Αττικής και Πελοποννήσου (Κορινθίας ). Για να επισκευασθούν, συνεπώς, θα πρέπει να υπάρξει στοιχειώδης συνεργασία, συντονισμός, σύμπραξη μεταξύ των δύο περιφερειών.

Αλλά η έννοια του συντονισμού φαίνεται ότι εξακολουθεί να συνιστά κάτι το ιδιαίτερα εφιαλτικό για την ελληνική κρατική οντότητα (κεντρική και περιφερειακή). Κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη. Ο ένας τη μεταφέρει στον άλλον. Οι προσπάθειες που έχει κάνει ο σύλλογος του χωριού να επισημάνει τον επείγοντα χαρακτήρα του προβλήματος σκοντάφτουν στο «θα δούμε», «θα μελετήσουμε», «θα σκεφθούμε», θα, θα… Και όλα αυτά για να επισκευασθούν εκατό μέτρα δρόμου. Μάλιστα, μπροστά στο άμεσο ενδεχόμενο να υπάρξουν θύματα, η Περιφέρεια Δυτικής Αττικής βρήκε τη ριζοσπαστική λύση: να… κλείσει ολοσχερώς το μέρος του δρόμου που της ανήκει! Πονάει χέρι, κόβει κεφάλι, κατά την ελληνική παροιμία. Απλά νεοελληνικά πράγματα.

Μέσα από αυτή τη σχετικά μικρή περίπτωση αναδεικνύονται όλες οι παθογένειες της ελληνικής κρατικής/διοικητικής πραγματικότητας. Αναδεικνύεται η κουλτούρα της ανευθυνοϋπευθυνότητας, η κουλτούρα της «μη επίλυσης των προβλημάτων» μέσα σε ένα τακτό χρονικό όριο, η κουλτούρα της μετακύλισης του προβλήματος είτε σε «κάποιον άλλο» είτε στο μέλλον, συνήθως στο απώτερο μέλλον. Και έχει ο Θεός…

Εκτιμώ ότι όσες οργανωτικές μεταρρυθμίσεις κι αν γίνουν –που πρέπει να γίνουν –τελικά δεν θα αποδώσουν εάν δεν αλλάξει αυτή η κουλτούρα υποβάθρου που διέπει τη λειτουργία/ συμπεριφορά/ αντίδραση του κρατικού/διοικητικού μορφώματος. Και φοβάμαι ότι σε αυτό το πεδίο δεν γίνεται σχεδόν τίποτα. Οπως δεν γίνεται τίποτα για την αλλαγή της κουλτούρας υποβάθρου της ευρύτερης κοινωνίας. Αλλά, βεβαίως, για να υπάρξει αλλαγή, έστω μακροχρονίως, του «πολιτιστικού υποδείγματος» απαιτείται ένας ορισμένος βαθμός αυτογνωσίας, συνειδητοποίησης των λαθών που διαπράξαμε και φθάσαμε εδώ που φθάσαμε. Ωστόσο όχι μόνο δεν υπάρχει τέτοια αυτογνωσία/ συνειδητοποίηση, αλλά η κυρίαρχη αφήγηση που καλλιεργείται είναι ότι «εδώ φθάσαμε» με την ευθύνη «κάποιων άλλων». Η ευρύτερη κοινωνία είναι αθώα, θύμα αυτών «των άλλων» (το σύνδρομο της «θυματοποίησης»). Επομένως θα βγούμε από την κρίση όχι με τη διόρθωση των λαθών μας, μέσα από την υιοθέτηση μιας άλλης πολιτιστικής θεώρησης, αλλά με την επιστροφή στο παρελθόν, στο παρελθόν των λαθών. Αδιέξοδο. Και απογοήτευση…

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών