Ερχεται καθυστερημένα, αλλά, έστω και τώρα είναι οπωσδήποτε θετική η εξαγγελία της κυβέρνησης ότι θα επανασυνδεθεί το ηλεκτρικό ρεύμα σε φτωχά νοικοκυριά που έχουν υποστεί διακοπή της παροχής επειδή δεν πλήρωναν τους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Και πέρα από τις συνήθεις κριτικές, έχει σημασία να στηριχθεί. Γιατί είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί γρήγορα και ουσιαστικά, να μην καταλήξει με διαδικαστικές εμπλοκές σε άλλο ένα εφήμερο μιντιακό πυροτέχνημα. Για να υλοποιηθεί αμέσως χρειάζεται να κινητοποιηθούν όλοι οι ενεχόμενοι: υπουργεία, δήμοι και περιφέρειες, η ίδια η ΔΕΗ, η Εκκλησία, φυσικά η κοινή γνώμη, εντέλει και οι πολίτες/καταναλωτές που βρίσκονται στη συγκριτικά πλεονεκτικότερη θέση ακόμη να απολαμβάνουν το ηλεκτρικό, αφού καταφέρνουν να το πληρώνουν.

Εως και χθες πάντως επικρατούσε σύγχυση γύρω από τους όρους της επανασύνδεσης, ποιους θα αφορά, πώς θα χρηματοδοτηθεί το σχετικό κόστος. Ο αρμόδιος υπουργός Γιάννης Μανιάτης είπε ότι μέχρι τα Χριστούγεννα θα αποκατασταθεί η παροχή του ηλεκτρικού σε όσους πολίτες έχουν ενταχθεί στα συσσίτια των δήμων ή της Εκκλησίας, υπολογίζοντάς τους σε 10.000-15.000, και ότι η δαπάνη θα καλυφθεί με μισό ευρώ τον χρόνο το οποίο θα κληθούν να καταβάλουν οι υπόλοιποι καταναλωτές της ΔΕΗ. Η επιβάρυνση είναι μηδαμινή για να δικαιολογηθούν όποιες αντιδράσεις ακούστηκαν. Αλλά τα νοικοκυριά που ζουν με κομμένο το ρεύμα είναι πολύ περισσότερα –ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης κάνει λόγο για δεκάδες χιλιάδες –και αυτά ο κ. Μανιάτης τα παρέπεμψε στο «κοινωνικό τιμολόγιο» της ΔΕΗ, που ξέρουμε ότι δεν επαρκεί. Στο μεταξύ ΔΕΗ, Τοπική Αυτοδιοίκηση και Εκκλησία έχουν κινητοποιηθεί για να καταγραφούν οι ως άνω «δικαιούχοι», και το γεγονός ότι πολλοί άλλοι σε μεγάλη ανάγκη φαίνεται για την ώρα να μένουν ακάλυπτοι δεν είναι λόγος να μην προχωρήσει η επανασύνδεση στους πρώτους. Να γίνει, και μάλιστα αμέσως, με πλήρη συνείδηση όμως ότι δεν φτάνει.

Η όψιμη και περιορισμένη κυβερνητική παρέμβαση, η άγνοια του αριθμού των ανθρώπων που θα έπρεπε να καλύψει, η απροετοίμαστη προβολή του θέματος από τους πολιτικούς στα τηλεοπτικά κανάλια (τα οποία άλλωστε και το προκάλεσαν, δραματοποιώντας με τον τρόπο που κατέχουν κάποια τραγικά περιστατικά), ένα πράγμα υπογραμμίζουν: ότι στην Ελλάδα της χρεοκοπίας και της κρίσης (όπως και στην προηγούμενη Ελλάδα της πλασματικής ευημερίας με τις πολύ μεγάλες ήδη τότε εισοδηματικές ανισότητες), η ουσιαστική προστασία των ασθενέστερων δεν έχει αποτελέσει πραγματική πολιτική προτεραιότητα. Στον βαθμό που αναφέρεται παρατίθεται δίπλα σε πλήθος άλλα αιτήματα για αποτροπή φόρων, προστασία της απασχόλησης, μισθών και συντάξεων από περικοπές κ.λπ., τα οποία κατά κανόνα αφορούν άλλες δοκιμαζόμενες ομάδες του πληθυσμού –και είναι δίκαια από τη σκοπιά τους –όχι όμως όσους αντιμετωπίζουν σήμερα άμεσο κίνδυνο επιβίωσης. Σε ένα τέτοιο ετερόκλητο άθροισμα το αίτημα να προστατευθούν εκείνοι που όντως έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη πρακτικά αναιρείται.

Χωρίς αμφιβολία, μια ορθολογική κατανομή των μειωμένων πόρων που διατίθενται πλέον στην ελληνική οικονομία είναι δύσκολο πρόβλημα, απαιτεί ξεκάθαρες πολιτικές ιεραρχήσεις και επιλογές. Ζητούμενο δεν είναι μόνο η επιβεβλημένη σε μια δημοκρατία προστασία των πιο αδύναμων, αλλά παράλληλα και η στήριξη και η ενίσχυση παραγωγικών δραστηριοτήτων, ώστε να έχουμε ξανά περισσότερη απασχόληση και εισοδήματα. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ένα εθνικό σχέδιο. Οσο αυτό λείπει και περιοριζόμαστε να αντιδρούμε αποσπασματικά στην επικαιρότητα, και στους δύο βασικούς τομείς, την κοινωνική προστασία και την οικονομική ανάκαμψη, θα πηγαίνουμε χειρότερα από όσο αντικειμενικά θα μπορούσαμε.

Για να μείνουμε στην επιταγή μιας ελάχιστης κοινωνικής προστασίας: η αποκατάσταση της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στα φτωχά νοικοκυριά δεν την εξαντλεί. Σε συνθήκες τεράστιας ανεργίας όσοι έμειναν ανασφάλιστοι χρειάζονται πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οικογένειες χωρίς κανέναν εργαζόμενο χρειάζονται σταθερή εισοδηματική ενίσχυση. Στη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή ο Γιάννης Δραγασάκης έκανε πολύ καλά να υπενθυμίσει την πρόταση νόμου για ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που τεκμηριωμένα είχε εισηγηθεί εκ μέρους του Συνασπισμού το 2005. Αν Νέα Δημοκρατία και ΠαΣοΚ δεν την είχαν απορρίψει τότε, η ελληνική πολιτεία θα διέθετε σήμερα ένα δοκιμασμένο εργαλείο για να ανταποκριθεί σε στοιχειώδεις ανάγκες. Αλλά και τώρα σε ένα τέτοιο πνεύμα πρέπει να προχωρήσουμε. «Λεφτά υπάρχουν», βρίσκονται κόβοντας από αλλού. Φτάνει κόμματα και κοινωνικοί φορείς να συνεννοηθούν για τις βασικές προτεραιότητες. Αλλιώς, θρηνώντας για τους δυστυχισμένους μονάχα υποκρινόμαστε.