Ο Σόνι Βενκατράτναμ ήταν ένας από τους χιλιάδες αγωνιστές κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Συνελήφθη τη δεκαετία του ’70 και κλείστηκε στη φυλακή του Ρόμπεν Αϊλαντ, όπου από το πρωί μέχρι το βράδυ έσπαγε πέτρες. Μια μέρα ζήτησε από τους δεσμοφύλακες να του επιτρέψουν την πρόσβαση σε βιβλία. Εκείνοι τού είπαν ότι μπορούσε να αγοράσει μόνο ένα. Σκέφτηκε ποιο βιβλίο θα μπορούσε να διαβάσει ξανά και ξανά και κατέληξε στα Απαντα του Σαίξπηρ, τον οποίο είχε μελετήσει στο πανεπιστήμιο. Πράγματι, η γυναίκα του συγκέντρωσε τα χρήματα και του το έστειλε. Οταν όμως επιδεινώθηκαν οι συνθήκες στη φυλακή, του πήραν το βιβλίο και το κλείδωσαν στην αποθήκη. Μια Κυριακή, την ώρα της λειτουργίας, ο πιο ρατσιστής απ’ όλους τους δεσμοφύλακες είπε στον Σόνι να πάει να φέρει τη Βίβλο του. Εκείνος είπε ότι την είχε αφήσει στην αποθήκη. Τον άφησαν λοιπόν να μπει, εκείνος πήρε τα Απαντα και είπε πως ήταν «η Βίβλος του Σαίξπηρ». Θεοσεβούμενοι καθώς ήταν και μη καταλαβαίνοντας τη σαιξπηρική γλώσσα, οι δεσμοφύλακες δεν έφεραν αντίρρηση. Ετσι, ο Σόνι κράτησε το βιβλίο μέχρι την αποφυλάκισή του, ντύνοντάς το με φιγούρες θεών του ινδουισμού για να μην τον καταλάβουν. Και λίγες ημέρες πριν εγκαταλείψει το νησί, ζήτησε από τους συγκρατούμενούς του να διαλέξουν ένα απόσπασμα που τους φαινόταν σημαντικό.

Ανταποκρίθηκαν 33 κρατούμενοι. Η επιλογή του Νέλσον Μαντέλα ήταν ένα απόσπασμα από τον Ιούλιο Καίσαρα, όπου ο δικτάτορας απαντά στην έκκληση της γυναίκας του, της Καλπουρνίας, να μη μεταβεί στη Γερουσία, καθώς είχε δει στον ύπνο της ότι τον κρατούσε στην αγκαλιά της σφαγμένο: «Οι δειλοί πεθαίνουν πολλές φορές πριν από τον θάνατό τους./ Οι γενναίοι γεύονται τον θάνατο μονάχα μια φορά./ Απ’ όλα τα περίεργα πράγματα που έχω ακούσει,/ το πιο περίεργο είναι ότι ο άνθρωπος φοβάται,/ βλέποντας πως ο θάνατος, ένα αναγκαίο τέλος,/ θα έρθει όταν είναι η ώρα του να έρθει».

Ο Μαντέλα δεν φοβόταν τον θάνατο, το είχε ξεκαθαρίσει και στο δικαστήριο πως ήταν έτοιμος να πεθάνει για τις ιδέες του. Τους ίδιους στίχους θα περιελάμβανε τον Ιούλιο του 2000 και στην ομιλία με την οποία έκλεισε τη διεθνή διάσκεψη για το AIDS στο Ντέρμπαν. «Ο Μαντέλα πίστευε ότι δεν πρέπει να σε παραλύει η σκέψη του θανάτου», λέει ο Μάικλ Ουίτμορ, διευθυντής της Σαιξπηριανής Βιβλιοθήκης Φόλγκερ, στην Ουάσιγκτον, όπου εκτέθηκε το καλοκαίρι η «Βίβλος» του Βενκατράτναμ. «Πρέπει να χρησιμοποιείς τη λογική σου και την επιθυμία να κάνεις πράγματα που είναι σημαντικά για σένα ώστε να ξεπερνάς αυτούς τους φόβους».

Ο Μαντέλα δεν μας έμαθε μόνο ότι αξίζει να αγωνιζόμαστε για τις αρχές μας και τις ιδέες μας. Δεν μας δίδαξε μόνο την τέχνη της συγγνώμης και της συμφιλίωσης με τον αντίπαλο. Μας έδειξε πώς να συμφιλιωθούμε και με τον θάνατο, που «θα έρθει όταν είναι η ώρα του να έρθει».