Η πρόταση δυσπιστίας που συζητήθηκε στη Βουλή των Ελλήνων ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να ανταποκριθούν τα κόμματα στην πρωτοφανή κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα, στην απομάκρυνση από τα κόμματα και στην αδιαφορία για τις προγραμματικές θέσεις τους, στην άρθρωση των συμφερόντων των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που σήμερα πλήττονται από την κρίση. Αλλά η ευκαιρία αυτή χάθηκε γιατί τα κόμματα επέλεξαν να αναδειχθούν μόνον μικροί νικητές σε έναν στενό κομματικό περίγυρο και όχι οι μεγάλοι νικητές που άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό προς όφελος της δημοκρατίας.

Πράγματι, όλες οι κομματικές ηγεσίες μπορούν να επικαλεστούν κέρδη από τη διαδικασία αυτήν. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είχαν την ευκαιρία να εξακριβώσουν τον βαθμό συνοχής των κοινοβουλευτικών τους ομάδων και να αποτρέψουν τυχόν αποσκιρτήσεις στο προσεχές διάστημα. Με μία αδιευκρίνιστη τακτική μεταξύ κόκκινων γραμμών και ευπειθούς προσαρμογής σε όσα απαιτούνται για τη λήψη της χρηματοδοτικής βοήθειας, η κυβέρνηση παρουσιάζεται εντελώς εξαρτημένη από την πορεία των εξελίξεων, δηλαδή την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Αλλά η λειτουργία κάθε κυβέρνησης προϋποθέτει ένα σαφές και νομιμοποιημένο πρόγραμμα, όπως και την ικανότητα να επιλύονται απρόβλεπτα προβλήματα και φαινόμενα που απασχολούν τις πολιτικές κοινωνίες. Η πρόσφατη προγραμματική συμφωνία δεν παρέχει σαφείς κυβερνητικούς στόχους, ενώ είναι αβέβαιο πώς θα διαχειριστεί μία δυσμενή εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την ευκαιρία να αναδείξει τον ρόλο του ως η κύρια αντιπολιτευτική δύναμη και στον αρχηγό του να επιδείξει ένα αρχηγικό προφίλ μέσω της αντιπαράθεσής του με τον Πρωθυπουργό. Η πρόταση δυσπιστίας εντάσσεται σε ένα σχέδιο κατά τα φαινόμενα σταδιακής οικοδόμησης ενός προφίλ εναλλακτικού κόμματος εξουσίας με υποψήφιο Πρωθυπουργό του τον κ. Τσίπρα. Στο σχέδιο αυτό περιλαμβάνεται η διεθνής δραστηριότητα και οι επαφές, οι εσωκομματικές διεργασίες και η υποψηφιότητα για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Είναι δε τέτοια η σπουδή για ανάληψη της εξουσίας ώστε διατυπώθηκε ευθέως αίτημα για εκλογές.

Εδώ όμως αρχίζουν οι απορίες. Σε μια τέτοια κοινοβουλευτική αντιπαράθεση κορυφαίας σημασίας και δημοσιότητας ένας σκεπτόμενος πολίτης θα περίμενε έναν πολιτικό λόγο που να προβάλλει το εναλλακτικό σχέδιο και τους στόχους διακυβέρνησης που θα επιδιώξει ένα εναλλακτικό κόμμα εξουσίας. Πέραν των καταγγελιών που συμπυκνώνονται γύρω από το Μνημόνιο, τη διαπραγμάτευση και τις γνωστές κοινωνικές συνέπειές τους, δεν παρουσιάστηκαν νέα και εντυπωσιακά στοιχεία που να ενισχύουν την αντιπολιτευτική τακτική.

Από την άλλη πλευρά, ο «λαός που υποφέρει» έχει τα ίδια αδιαφοροποίητα συμφέροντα; Είναι ίδια τα συμφέροντα εκείνου που έχασε τον πολυτελή βίο στηριγμένο στον δανεισμό, στον καταναλωτισμό και στη φοροδιαφυγή με εκείνον που έμεινε καθηλωμένος σε χαμηλά εισοδήματα και σήμερα βιώνει το φάσμα της υπερφορολόγησης, της ανεργίας και της έλλειψης προοπτικής; Αν υποθέσουμε ότι σήμερα καταργείται το Μνημόνιο και προσφεύγουμε σε εκλογές, πώς θα συναρθρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ τα συμφέροντα διαφορετικών κοινωνικών ομάδων; Ποιες είναι οι συγκεκριμένες ιδεολογικές αφετηρίες και ποια τα κριτήριά του για την ιεράρχηση των πολιτικών προτεραιοτήτων;

Θα περίμενα να ανοίξει, έστω, ειδικότερα θέματα πολιτικών. Για παράδειγμα, αφού η αφορμή ήταν η ΕΡΤ, θα μπορούσε να εκθέσει τις απόψεις του κόμματος για τα μέσα ενημέρωσης, το πώς αντιλαμβάνεται τον ρόλο του κράτους στην εποπτεία των μέσων και τους σκοπούς που πρέπει να επιδιώκει ένας δημόσιος οργανισμός ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Η συζήτηση στη Βουλή τελικά αφορούσε τον στενό κύκλο προσώπων και ομάδων που δραστηριοποιούνται στα κόμματα. Για τα γεγονότα πολιτικής βίας που κυριάρχησαν την προηγούμενη περίοδο, τα κόμματα δεν θεώρησαν σκόπιμο να αναζητήσουν ουσιαστικούς λόγους και τρόπους αντιμετώπισής τους.

Για την απομάκρυνση των πολιτών από όλα τα κόμματα ανεξαιρέτως οι βουλευτές των κομμάτων, πέρα από τις ατάκες, δεν είχαν κάποιο μήνυμα που θα προσελκύσει το πολιτικό ενδιαφέρον.

Φαίνεται ότι διακατέχονται από την εσφαλμένη αντίληψη ότι ελέγχουν πλήρως το πολιτικό πλαίσιο και έχουν θεμέλια στο εκλογικό σώμα. Αγνοούν όμως ότι το πολιτικό πλαίσιο κινείται πλέον σε τροχιά εξαρτημένη από παράγοντες εξαιρετικά απρόβλεπτους. Παραβλέπουν και τη δυναμική μιας κοινωνίας την οποία δεν δείχνουν την ικανότητα να κατανοήσουν εις βάθος και στην οποία ενδεχομένως βρίσκονται σε εξέλιξη διεργασίες που θα μεταβάλουν εκλογικές συμπεριφορές και πολιτικές στάσεις, άγνωστο σε ποια κατεύθυνση. Για όλους αυτούς τους λόγους η μόνη σοβαρή κινητοποίηση της ημέρας ήταν οι χιλιάδες πολίτες που βγήκαν στους δρόμους για να τρέξουν στις διαδρομές του Μαραθωνίου της Αθήνας. Αυτοί τουλάχιστον αγωνίστηκαν και στέφθηκαν νικητές για κάποιον λόγο.

Ο Μάνος Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου