Επί έναν χρόνο τουλάχιστον το πολιτικό σύστημα και ιδιαίτερα η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ άφηναν τον χρυσαυγιτισμό να διαβρώσει την εύθραυστη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, επέτρεπαν τη διάβρωση του κοινοβουλευτισμού, ρίσκαραν το δικαίωμα των πολιτών να ζουν σε καθεστώς εκτεταμένων ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, διακύβευσαν την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα. Η πρώτη πιστεύοντας ότι θα ελέγχει μια «μικρή» ομάδα έμπρακτου αντικομμουνισμού που θα φοβερίζει τους κοινωνικούς δρώντες. Ο δεύτερος εμμένοντας στον γενικής χρήσεως αντιμνημοσιασμό και ελπίζοντας ότι το πολιτικό δηλητήριο που έσταζε το φίδι θα ρημάξει το «αστικό καθεστώς» προς όφελος κάποιας ωραίας επανάστασης. Και οι θεσμοί ακολούθησαν φοβισμένοι, ενδεχομένως διαβρωμένοι.

Ομως μην κρυβόμαστε, το ίδιο το κοινωνικό σώμα εθελοτυφλούσε. Αρκετοί εκφασίστηκαν, πολλοί άρχισαν να συνηθίζουν. Η Χ.Α. τους τελευταίους μήνες άρχισε να εισπράττει, να κερδίζει σε όλα τα μέτωπα και να κεφαλαιοποιεί τόσο την κρατική ανοχή που της παρείχε η πολιτική εξουσία όσο και τον λαϊκιστικό αντισυστημισμό της συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και της προπαγάνδας τους περί «γερμανών τοκογλύφων και τσολιάδων εντολέων τους». Ετσι, αποθρασύνθηκε και ξεκίνησε τη μεγάλη της έφοδο. Ετσι έκανε και τα μεγάλα της λάθη τις τελευταίες εβδομάδες. Επιτέθηκε στο ΚΚΕ, στα οργανωμένα μέλη του εν ώρα κομματικής δουλειάς, βάζοντας απέναντί της έναν εδραιωμένο κοινωνικό χώρο, μια μεγάλη πολιτική παράδοση, μια παραδοσιακή δύναμη της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Διεκδίκησε επιθετικά τη μνήμη της Δεξιάς στον Μελιγαλά από τη ΝΔ. Τέλος, και με τρόπο τραγικό, καταλυτικό, οργάνωσε και εκτέλεσε τη δολοφονία ένας νέου, λαϊκού, αξιοπρεπούς και δημιουργικού ανθρώπου, αποκαλύπτοντας πόση βία και ανελευθερία υπόσχεται στους υπόλοιπους. Και πάνω σε αυτό το έδαφος δημοκρατικού κινδύνου, αναξιοπρέπειας και μέγιστης οδύνης, οι πολίτες, ειρηνικά κατά βάση αλλά επίμονα και ουσιαστικά, υποχρέωσαν τις πολιτικές και θεσμικές ηγεσίες στην ύστατη μα και αυτονόητη άμυνα του πολιτεύματος. Τη «μαχόμενη δημοκρατία» την επέβαλε το δημοκρατικό έθνος. Ομως αυτή η μαχόμενη δημοκρατία οφείλει γρήγορα να μετασχηματιστεί σε μια «δημοκρατία σε εγρήγορση», να μην εθιστεί στην έκτακτη συνθήκη, να μην ποινικοποιήσει εκδικητικά τους ψηφοφόρους της ΧΑ και, κυρίως, να απεγκλωβιστεί τόσο από την αντιμνημονιακή παράνοια και τη φαντασίωση της «αποικίας χρέους» όσο και από τον κοντόθωρο αντικομμουνισμό και την ψευδαίσθηση της γρήγορης ανάκαμψης.

Αλλιώς, η ευκαιρία για την ανασυγκρότηση της δημοκρατίας και την αυτοκάθαρσή της, η ελπίδα για την ειρηνική επανέναρξη του μέλλοντός μας θα ακυρωθούν βυθίζοντάς μας ξανά στον ζόφο του επόμενου εξτρεμισμού.

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών