Σε συνέντευξή του στο Reuters στις 26/9 ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ΥΠΕΞ Ευάγγελος Βενιζέλος δήλωσε πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται τρίτο πακέτο στήριξης και μπορεί να αυτοχρηματοδοτηθεί με την έξοδό της στις αγορές από το 2014. Αυτό που χρειάζεται είναι μια αναμόρφωση (reprofiling) του χρέους της, δηλαδή ένας κατάλληλος διακανονισμός με τους πιστωτές για τα επιτόκια, τους τόκους και τις λήξεις των δανείων. Με τις δηλώσεις αυτές δίνεται η εντύπωση πως οι δανειστές θέλουν με το ζόρι να προχωρήσουν σε Μνημόνιο 3, ενώ η Ελλάδα δεν το χρειάζεται. Είναι όμως έτσι;

Οσον αφορά την αναμόρφωση του χρέους, η Ευρώπη βοά από τις αρχές Αυγούστου πως αυτό θα γίνει ούτως ή άλλως. Πρόκειται άλλωστε για δέσμευση της ευρωζώνης από τον περασμένο Νοέμβριο.

Σύμβουλοι της γερμανικής Καγκελαρίας μιλούν για περίοδο χάριτος και για τους τόκους μέχρι το 2020. Οταν λοιπόν οι δανειστές αναφέρονται σε ενδεχόμενο τρίτο πακέτο στήριξης, έχουν συνεκτιμήσει την εξέλιξη αυτή. Η αναμόρφωση του χρέους είναι κούρεμα, όχι στην ονομαστική αλλά στην παρούσα αξία του χρέους –είναι λοιπόν εναλλακτική του ονομαστικού κουρέματος και όχι ενός ενδεχόμενου τρίτου πακέτου στήριξης.

Ας δούμε τι σημαίνει η κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού από την Ελλάδα. Η άντληση κεφαλαίων από την εσωτερική αγορά (έντοκα γραμμάτια) σημαίνει επιτοκιακή επιβάρυνση της τάξεως του 2,5%-3% έναντι των τροϊκανών δανείων. Δηλαδή, 250-300 εκατ. ευρώ για κάθε 10 δισ. ευρώ δανεισμού –το χειρότερο είναι πως το κράτος αντλεί την τραπεζική ρευστότητα εις βάρος της πραγματικής οικονομίας και της ανάπτυξης.

Το εγχείρημα κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών με έξοδο στις αγορές μπορεί να γίνει σε «δοκιμαστική βάση», για λίγα δισ. ώστε σταδιακά να χτισθεί ξανά η εμπιστοσύνη των αγορών. Η επιτοκιακή επιβάρυνση έναντι των τροϊκανών δανείων θα είναι της τάξεως του 4,5%-5% –δηλαδή, μισό δισ. για κάθε 10 δισ. ευρώ αντλούμενων κεφαλαίων. Εναλλακτικά, με στήριξη των μηχανισμών της ευρωζώνης, είναι θεωρητικά εφικτή η άντληση των κεφαλαίων. Ποια θα είναι όμως η διαφορά; Η τρέχουσα δανειακή σύμβαση με εγγυήσεις EFSF/ESM χρηματοδοτείται! Η διαφορά θα είναι στο φαίνεσθαι: η Ελλάδα θα έχει «αποφοιτήσει» από τα Μνημόνια! Αρκεί βέβαια να πεισθούν οι δανειστές πως οι εγγυήσεις που θα παρέχουν, αντίθετα με τις τρέχουσες, δεν χρειάζονται τον σφιχτό κορσέ ενός Μνημονίου.

Εν ολίγοις, η άρνηση από την ελληνική κυβέρνηση ενός τρίτου πακέτου στήριξης σημαίνει πως μπορεί να πείσει χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι μπορεί να σταθεί στα πόδια της από μόνη της, θα μπορεί να πάρει με ιδία πρωτοβουλία πια πρόσθετα μέτρα. Η εκτίμησή μας είναι πως μόνον στο πλαίσιο μιας οριστικής λύσης θα ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο, μόνον εφ’ όσον αποδειχθεί πως το πρωτογενές πλεόνασμα είναι διατηρήσιμο και έχει γίνει η επανεκκίνηση της οικονομίας.

Το ερώτημα που τίθεται είναι «εφόσον προσφέρεται στους δανειστές λύση χωρίς πρόσθετη χρηματοδότηση γιατί να μην τη δεχθούν;». Λύση απεμπλοκής από τα προγράμματα στήριξης η οποία δεν εγγυάται το αποτέλεσμα θέτει σε κίνδυνο τόσο την προηγούμενη βοήθεια όσο και την όποια σταθερότητα του ευρώ έχει επιτευχθεί, και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η συνέχιση της στήριξης από την ευρωζώνη θα έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μεταφορά όλων των υποχρεώσεων (εκτός των ομολόγων PSI) προς τους μηχανισμούς της ευρωζώνης.

Τα προβλήματα που αναφύονται με τις κεντρικές τράπεζες και το ΔΝΤ εξαλείφονται και το μακροπρόθεσμο ζήτημα με το ελληνικό χρέος γίνεται «εσωτερική υπόθεση» της ευρωζώνης, επιδεκτική πολιτικής λύσης –ειδικά εάν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προχωρήσει. Τέλος, η επιδίωξη άμεσης λύσης αδυνατίζει τις όποιες δυνατότητες μεταφοράς τραπεζικού χρέους στον ESM –πράγμα που δεν μπορεί να γίνει πριν από την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης.

Η φαινομενική απεμπλοκή από τον μηχανισμό στήριξης προσπορίζει βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος στους κυβερνητικούς εταίρους χωρίς να ελαφρύνει τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής διαχείρισης. Επιπλέον, αδυνατίζει τις πιθανότητες επωφελούς μακροπρόθεσμης λύσης και τροφοδοτεί την αντιμνημονιακή ρητορική. Ας θυμηθούμε πως αντίστοιχη πολιτική, για επιμήκυνση χωρίς πρόσθετες εκταμιεύσεις, υποστηρίχθηκε από πρωθυπουργικούς συνεργάτες, με διακριτική αποδοχή από τους μικρούς τής τότε τρικομματικής, τον Αύγουστο 2012. Αν είχε ακολουθηθεί αυτή η οδός, «εκεί και τότε», δεν θα είχαμε τα αποτελέσματα της συνόδου του Νοεμβρίου και η σημερινή δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κοινωνία θα ήταν τρισχειρότερη.

Με τα σημερινά δεδομένα, ένα τρίτο πακέτο στήριξης εξυπηρετεί πολύ καλύτερα και με λιγότερο ρίσκο την προσπάθεια της Ελλάδας να φθάσει με ασφάλεια σε μια οριστική λύση περί το τέλος της δεκαετίας.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, πρώην καθηγητής στο Columbia University