Δύο αριθμοί δημοσιεύθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα. Η Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε ότι ο ελληνικός πληθυσμός ανέρχεται σε 10.815.000 άτομα –ζωή να ‘χουμε. Και το Βήμα της Κυριακής αποκάλυψε ότι το δημόσιο χρέος ξεπέρασε τα 321 δισ. ευρώ. Ητοι, 29.860 ευρώ για κάθε Ελληνα ή κάπου 180% του ΑΕΠ.

Παραδόξως η κυβέρνηση Σαμαρά δεν βρίσκει καθόλου ανησυχητικό ότι ύστερα από τριάμισι χρόνια λιτότητας –και παρά το κούρεμα του 2011 που ακριβοπλήρωσαν ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες και ομολογιούχοι –το χρέος βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι το 2009, όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου άρχιζε απρογραμμάτιστα το «πρόγραμμα αντιμετώπισής» του.

Οι αριθμοί εκδικούνται. Ακυρώνουν αναδρομικά τους «σωτήριους» ισχυρισμούς όσων διαπραγματεύτηκαν το Μνημόνιο και μετά απέτυχαν να το εφαρμόσουν. Αλλά διαλύουν και την αυταρέσκεια όσων επιμένουν σήμερα ότι περάσαμε τον κάβο επειδή «ολοκληρώθηκε το 75% του προγράμματος προσαρμογής» –όπως βεβαιώνει, μειδιώντας, ο Στουρνάρας. Ολοι ξέρουν ότι το θέμα του χρέους διογκώνεται διαρκώς και οδηγεί σε αδιέξοδο τη χώρα.

Και το ερώτημα είναι: τι κάνουμε τώρα; Για να απαντήσουμε πρέπει να ξέρουμε τι κρίνεται τώρα. Είναι μόνο η διαχείριση του χρέους; Και αν είναι μόνο αυτό, έχει δίκιο ο Σαμαράς που καλοπιάνει τους δανειστές για να κουρέψει το χρέος; Ή ο Τσίπρας που τους αγριεύει και υπόσχεται να το… καταργήσει;

Κολοκύθια με τη ρίγανη –ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Γιατί αυτό που κρίνεται από άποψη στρατηγική είναι πάντα η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Αυτή απειλείται από την εκτροπή του χρέους και πρωτίστως αυτή η έξοδος πρέπει να αποτραπεί. Πρώτα για γεωπολιτικούς λόγους –έξω από το μαντρί υπάρχουν λύκοι. Και ταυτόχρονα γιατί ο μόνος τρόπος να ανακάμψει η ελληνική οικονομία είναι να μείνει στο ευρώ.

Θα μείνει; Σήμερα υπάρχει βούληση της ευρωζώνης να κρατήσει την Ελλάδα. Αλλά μόνο για να μη διαταραχθεί η σταθερότητα του ευρώ. Η οριστική παραμονή της θα κριθεί από την ικανότητά της να εξασφαλίσει μεσοπρόθεσμα τα κριτήρια της ευρωζώνης –με πρώτο το χρέος.

Για να το πετύχει πρέπει η οικονομία της να παράγει –ανταγωνιστικά προϊόντα, όχι λογιστικά πρωτογενή πλεονάσματα. Αλλά για να παράγει, απαιτούνται επενδύσεις και ανάπτυξη. Και αυτά προϋποθέτουν μεταρρυθμίσεις στις οικονομικές δομές, αλλαγές στο κράτος, σταθερό περιβάλλον και παράταση της λιτότητας. Κακά τα ψέματα: όποιος λέει ότι η λύση βρίσκεται στην επόμενη στροφή και η επιστροφή στην ευημερία στη μεθεπόμενη, κοροϊδεύει τον κόσμο.

Το ζητούμενο, δηλαδή, είναι να υπάρξει στρατηγικό σχέδιο, αντί οι κυβερνήσεις να καταφεύγουν πειθήνια στον τυφλοσούρτη του Μνημονίου. Γιατί έτσι απλώς χάνουν χρόνο. Ή, όπως θα έλεγε η Σιμόν ντε Μποβουάρ: «Μας αρέσει να σκοτώνουμε τον χρόνο, περιμένοντας τον χρόνο να μας σκοτώσει».