Αυτόν τον Σεπτέμβριο η Ελλάδα και η Ευρώπη θα βρεθούν ξανά στην ώρα των αποφάσεων. Τις συνοδεύουν ήδη ψιθυριστά κάποιες παρήγορες λέξεις: «πλεόνασμα», για την πρώτη, «τέλος της ύφεσης», για τη δεύτερη. Ολοι όμως γνωρίζουν ότι οι πραγματικές προκλήσεις είναι άλλες –πολύ ευρύτερες και πολύ δυσκολότερες.

Η αρχή εξόδου από την κρίση απαιτεί διάρρηξη τριών επάλληλων φαύλων κύκλων –ενός οικονομικού, ενός πολιτικού και ενός ευρωπαϊκού –που δρουν σωρευτικά και υπονομεύουν όλο και πιο βαθιά τα θεμέλια της δυνητικής ανάκαμψης. Απαιτείται πρώτα απ’ όλα διανοητική γενναιότητα: η ίδια η έννοια του «φαύλου κύκλου» υποδεικνύει την αναγκαιότητα της αλλαγής πορείας.

Την πρώτη στρέβλωση, η οποία αφορά ένα οικονομικό δόγμα αλλά στηρίζεται στην αφύσικη κυριαρχία μιας κοσμοαντίληψης, μπορούμε να την ονομάσουμε «αποδοχή της ύφεσης». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομπελίστας, ούτε καν οικονομολόγος (ευτυχώς, γιατί έτσι μπορώ να γράφω αυτές τις γραμμές), για να αντιληφθεί ότι η συνεχής και με διάφορα μέσα επιβολή μέτρων λιτότητας σε πιεζόμενες οικονομίες βαθαίνει την ύφεση, υποσκάπτει την ανάκαμψη, εξαντλεί τη ζωτικότητα πολιτικών συστημάτων και κοινωνικών σωμάτων. Εκείνο που είναι λίγο πιο σύνθετο, και απαιτεί πολιτική υπέρβαση, είναι να αντιληφθούμε ότι αυτή η πορεία των οικονομικών πραγμάτων –ο κύκλος της ύφεσης –είναι κάθε άλλο παρά μονόδρομος: πηγάζει από μια αταβιστική καχυποψία, σε πείσμα των γεγονότων, μεγάλου μέρους της επιστημονικής και πολιτικής ελίτ έναντι του κεϊνσιανισμού, που συνδέεται εσφαλμένα με ένα ογκώδες κράτος και μια ηθική χαλαρότητα. Καχυποψία και κακοπιστία που έπεσαν και γονιμοποιήθηκαν στο έδαφος μιας σχεδόν πανευρωπαϊκής επικράτησης των συντηρητικών ή και νεοφιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων. Ακόμη και αν το μάθημα του Κέινς –μέσα στην ύφεση ξοδεύουμε, ανοιγόμαστε, δημιουργούμε ζήτηση, δεν σφίγγουμε το σκοινί στον λαιμό του ήδη μισοπνιγμένου –δεν ταίριαζε απολύτως στη σημερινή κρίση, πράγμα που καμία σοβαρή μελέτη δεν είναι σε θέση να αποδείξει, το βέβαιο είναι ότι η συνταγή που ακολουθείται διεθνώς από το 2009 έχει καταστροφικά αποτελέσματα και άρα θα πρέπει να δοκιμαστεί, επειγόντως, και η αντίθετή της.

Πράγμα που μας φέρνει στον τρίτο φαύλο κύκλο και στην τρίτη, και πιο κρίσιμη, υπέρβαση: τίποτα, ούτε αλλαγή αντίληψης ούτε αλλαγή πορείας, δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα με τεμαχισμό περιπτώσεων. Απαιτείται κοινότητα σκοπού. Πανευρωπαϊκού σίγουρα, αλλά πιθανότητα και παγκόσμιου –και εδώ ο ρόλος των ΗΠΑ, παρά το διαφορετικό επίπεδο της δικής τους κρίσης, μπορεί να αποβεί, έστω και όψιμα, καθοριστικός. Το πρόβλημα είναι υπερεθνικό: η στρεβλή σχέση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής και, ειδικότερα για την ενωμένη Ευρώπη, μεταξύ του ευρώ ως νομίσματος και ως εργαλείου στην υπηρεσία ενός πολιτικού σκοπού. Αυτό δεν σημαίνει ότι, εντός του γενικού προβλήματος, όλες οι επιμέρους περιπτώσεις είναι ίδιες και οι ευθύνες για την κατάσταση της κάθε χώρας και της κάθε οικονομίας μοιράζονται ισόποσα: η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας είχε ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά (φοροδιαφυγή, αναποτελεσματικό κράτος, πελατειακές προσλήψεις, κατασπατάληση δημόσιων πόρων, έλλειψη ανταγωνιστικότητας) και η δημοσιονομική κατρακύλα εμφανίστηκε μεν λόγω γενικής κρίσης, αλλά προϋπήρχε αυτής. Αρα πρέπει να διορθωθεί ανεξαρτήτως, με την «ευκαιρία» πάντως, της κρίσης. Ωστόσο η τεράστια και επαχθέστατη προσαρμογή θα πάει χαμένη, αν αφεθεί να την καταπιεί η παράταση της ύφεσης.

Σε υπερεθνικό πρόβλημα χωρεί μόνο υπερεθνική λύση. Πανευρωπαϊκή αντιμετώπιση σημαίνει ότι η «τιμωρία» χωρών και λαών πρέπει να σταματήσει όχι μόνο γιατί είναι ατιμωτική, αλλά και γιατί προεκτείνει την ύφεση και σπρώχνει διαρκώς και άλλες χώρες και λαούς σε αυτήν. Σημαίνει επίσης ότι, επειδή το κοινό νόμισμα έχει ακυρώσει το όπλο της υποτίμησης και η κατά Κρούγκμαν «παγίδα ρευστότητας» (η μη διορθώσιμη με νομισματικά μέσα έλλειψη λαδιού στην οικονομική μηχανή) εξουδετέρωσε και την «εσωτερική υποτίμηση», η ανάπτυξη μπορεί να έρθει μόνο μέσω ενός ευρέος ευρωπαϊκού προγράμματος έργων, βοήθειας στις περιφέρειες και στήριξης των αδυνάτων. Ιδού ο δρόμος, ή ο τρόμος, του Σεπτεμβρίου.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς