Η αποκάλυψη μιας υπερφυσικής οντότητας σε φυσικά πρόσωπα είναι απλή, έως και ασήμαντη υπόθεση. Η αναγνώριση όμως της αποκάλυψης από μια ευρύτερη κοινότητα φυσικών προσώπων είναι υπόθεση περίπλοκη, πολλαπλώς επιβεβλημένη και ιδιαιτέρως σημαντική. Το μεγαλύτερο προσκύνημα της χώρας, το οποίο κορυφώνεται αύριο στην καρδιά των Κυκλάδων, την Τήνο, έχει να αφηγηθεί μια ιδιαίτερη ιστορία αποκάλυψης.

Βρισκόμαστε στα 1822, μόλις έναν χρόνο μετά την Ελληνική Επανάσταση. Η Τήνος μαστίζεται από επιδημία χολέρας. Η Παναγία αποκαλύπτεται σε διάφορους ανθρώπους του νησιού, με κυριότερη τη μοναχή Πελαγία, υποδεικνύοντας τον αγρό του Δοξαρά ως την τοποθεσία στην οποία είναι θαμμένη η θαυματουργή εικόνα του Ευαγγελισμού. Η μοναχή στην αρχή διστάζει, η Παναγία τής αποκαλύπτεται τρεις φορές και τελικά η θαυματουργή εικόνα ξεπροβάλλει σε ανασκαφή τον Ιανουάριο του 1823.

Σε μια αποκάλυψη όμως ελάχιστη σημασία έχουν τα γεγονότα. Περισσότερο μετρούν οι αφηγήσεις που τα αναπαράγουν, οι οικειοποιήσεις που κάνουν οι πιστοί, οι ερμηνείες που δίνουν οι φιλοπερίεργοι και εντέλει τα αφηγηματικά κενά και οι αντιφάσεις που ξεπροβάλλουν για να κάνουν την ιστορία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.

Την «εικόνα» της θαυματουργής εικόνας δεν την έχει δει ποτέ κανείς. Μαργαριτάρια και διαμάντια από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της την κρύβουν από τα μάτια όλων των πιστών. Η «εικόνα» που διαθέτουμε βασίζεται αποκλειστικά στα χαλκόγραφα αντίγραφα που έγιναν το 1827, το 1842 και το 1858, τα οποία όμως είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Η μόνη βεβαιότητα που παρέχει η εικόνα είναι το άκρως συμβολικό για την ιστορία της χώρας θέμα που απεικονίζει: τον Ευαγγελισμό.

Η ταύτιση της γιορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου με την Ελληνική Επανάσταση δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την πολιτική σημασία του γεγονότος. Η αποκάλυψη της Παναγίας και η εύρεση της εικόνας εγκαινιάζουν, ενισχύουν και εμπεδώνουν τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Ηδη το 1823, τη χρονιά της ανεύρεσης, ο ναύαρχος Μιαούλης έρχεται αυτοπροσώπως με τον στόλο του στους εορτασμούς της Παναγίας. Το 1838 ο Κολοκοτρώνης προσφέρει ως τάμα το προσωπικό του δαχτυλίδι για τη διαβεβαίωση που είχε πάρει πριν από την Επανάσταση από την Παναγία ότι «ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για την Ελευθερία της Ελλάδος». Τέλος, ο Μακρυγιάννης σημειώνει στα «Απομνημονεύματά» του ότι «επικοινωνεί» τακτικά με τη Βαγγελίστρα, η οποία γιάτρευε τα εξαθλιωμένα παιδιά των αγωνιστών του ’21.

Ηρωες της Επανάστασης, αστοί και λόγιοι Ελληνες συμβάλλουν σταδιακά με τον τρόπο τους στη σύνδεση του προσκυνήματος με την ιδεολογική και φαντασιακή κατασκευή της εθνικής ταυτότητας. Μέχρι το 1922 και την επίσημη εγκατάλειψη του μεγαλοϊδεατισμού, η Τήνος καθιερώνεται ως λατρευτικό κέντρο του νέου ελληνικού κράτους, ως το «εντευκτήριο του Ελληνισμού», όπου συναντούνται οι ελεύθεροι και οι υπόδουλοι Ελληνες.

Η τεράστια συμβολική βαρύτητα που φέρει το προσκύνημα για την πολιτική ιστορία της χώρας ανανεώνεται τραγικά τον Δεκαπενταύγουστο του 1940 με τον τορπιλισμό της «Ελλης», του ιστορικού καταδρομικού που μεταφέρει τιμητικό άγημα για τους εορτασμούς. Η ελληνική επικράτηση επί των Ιταλών στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναγνώσκεται αργότερα ως η τιμωρία που επιφύλαξε η Παναγία στην ύβριν των Ιταλών. Για πρώτη φορά τον Δεκαπενταύγουστο του ’45 η εικόνα θα μεταφερθεί στην Αθήνα και θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη, επιβεβαιώνοντας ότι δεν πρόκειται για τοπική αλλά για εθνική υπόθεση. Ετσι, με την τραγική αυτή συγκυρία, η Παναγία της Τήνου καταφέρνει να συμπεριλάβει και να συνοψίσει και τις δύο ημερομηνίες – ορόσημα κατασκευής της εθνικής ταυτότητας, το 1821 και το 1940.

Εως σήμερα ο εορτασμός της Παναγίας συντελείται αδιαχώριστα με αυτόν των Ενόπλων Δυνάμεων, παρουσία δημοτικών Αρχών, εκπροσώπων της κεντρικής εξουσίας και φυσικά του Στρατού, προσφέροντας μία άριστη πλην πρωτόλεια ενσάρκωση του δυτικού θεολογικοπολιτικού μοντέλου. Ο σημαιοστολισμός, η λιτανεία, η παράταξη των πλοίων, οι στρατιωτικοί σχηματισμοί και οι βολές συνθέτουν το απαραίτητο κάδρο μιας ένδοξης γιορτής που παράγει άφθονο συστατικό «κενό» από το οποίο έχουν ανάγκη για να στεριώσουν όλες οι εξουσίες. Σε μια χώρα όπου οι πολιτικοί θεσμοί είναι απαξιωμένοι και η ανυπακοή στις αυθεντίες διαδεδομένη, το πολύτιμο υπερβατικό κενό το παράγει, ευτυχώς, η Παναγία.

Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτικός επιστήμων, υπ. διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στο EHESS (Paris).