Πώς να αρχίσω; Λέγοντας για την κοινωνία της κρίσης; Οχι. Γιατί αυτό που είναι η κοινωνία της κρίσης έχει προηγούμενα με πολλά προλεγόμενα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χρειάζεται να πάμε πίσω, στη Μεταπολίτευση, και να παρακολουθήσουμε τι έγινε τότε στην κοινωνία. Να δούμε, δηλαδή, ποια κοινωνία βγήκε από τη δικτατορία και, κυρίως, ποια κοινωνία οδήγησε στην ανατροπή του πολιτικού σκηνικού το 1981.

Προ πάντων, πρέπει να μελετήσουμε τι άρχισαν να σημαίνουν έκτοτε οι λέξεις «λαμόγιο» και «λαμογιά»: πώς αναδείχθηκαν, πώς θέριεψαν και πώς εξελίχθηκαν. Και ας μου επιτραπεί να ισχυριστώ ότι όσοι τώρα, με την κρίση πιστεύουν ότι εξαφανίστηκαν, κάνουν μεγάλο λάθος.

Ολες οι αλλαγές, δηλαδή οι εκάστοτε κοινωνικές πραγματικότητες, υπακούουν σε ρυθμούς και ταχύτητες οι οποίες τείνουν να γίνουν ιλιγγιώδεις, με άλλα λόγια να γίνουν σχεδόν άπιαστες. Οι κοινωνίες πορεύονται με τομές και ρήξεις· γι’ αυτό και βλέπουμε ξαφνικά (ή νομίζουμε πως είναι ξαφνικά) νέα πράγματα, άλλες συμπεριφορές, πρακτικές που αιφνιδιάζουν. Αιφνιδιάζουν αλλά και παράγουν. Τι παράγουν;

Παράγουν από πραγματικά προϊόντα έως συμπεριφορές· έως κοινωνικές ηθικές και έως κρίσεις –κρίσεις οικονομικές και κρίσεις κοινωνικές. Οπότε όλα αλλάζουν.

Ετσι και τώρα, έπειτα από σχεδόν τέσσερα χρόνια κρίσης, συνολικής κρίσης, έχουμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε κάμποσα από τα αποτελέσματα. Ως αποτέλεσμα της προσέγγισης αυτής, θα βρούμε και τομές και ρήξεις. Θα βρούμε όμως και πολλές αδράνειες και πολλές ασυνέχειες.

Ολα αυτά πού καταλήγουν; Σε ένα πράγμα καταλήγουν, είτε πρόκειται για το μανάβικο της γειτονιάς που έκλεισε ή για τη σειρά των κλειστών μαγαζιών που βλέπεις στην Ιπποκράτους, για παράδειγμα, είτε για την περικοπή του εισοδήματός σου είτε για το νέο είδος καταστήματος που έκανε την εμφάνισή του, είτε για τη «νόμιμη», ως κρατική, κλοπή των ιδιωτικών καταθέσεων στην Κύπρο, είτε…, είτε… Ολα, μα όλα, καταλήγουν στην ψυχή.

Θέλω να πω ότι αυτή η κρίση στόχευσε κατευθείαν στις ψυχές· στις ψυχές μας. Αλλες τις πέτυχε κατακέφαλα με την πρώτη, άλλες με τη δεύτερη –μερικές απλώς τις τραυμάτισε, αλλά τις άφησε να βασανίζονται.

Θα έχει περάσει ένας χρόνος από την ημέρα που ρώτησα γνωστό μου ψυχίατρο αν με την κρίση έχει αυξηθεί η δουλειά του, αν έχει μειωθεί, αν είναι στάσιμη. Δεν πρόλαβα να τελειώσω την ερώτησή μου. Υψωσε τον δείκτη του προς τα πάνω διευκρινίζοντας μου συγχρόνως: «Κατακόρυφη αύξηση»!

Το επάγγελμα του ψυχίατρου είναι, ίσως, το μόνο επάγγελμα που ευημερεί, εκτός από αυτά τα γνωστά «επαγγέλματα» των κάθε είδους φοροφυγάδων, λωποδυτών, τοκιστών και σουλατσαδόρων, κλεπταποδόχων, αρχαιοκαπήλων, ενεχυροδανειστών –και άλλων ων ουκ έστιν αριθμός!

Και των υπολοίπων η ψυχούλα, βαριά τραυματισμένη. Δικαιούστε να με ρωτήσετε: πάω στον ψυχίατρο; Δεν πάω στον ψυχίατρο! Αλλά αρκεί μια προσεκτική βόλτα σε κεντρικό δρόμο ή σε πλατεία της Αθήνας, ακόμη και στην Πλατεία Κολωνακίου: πουθενά χαμόγελο, κατεβασμένα κεφάλια, έκφραση στο όριο της αλλοφροσύνης. Και το χειρότερο· κανείς δεν σου λέει πού βρίσκεσαι, δεν ξέρει πού βρισκόμαστε, αν πάμε προς το καλύτερο ή αν πάμε προς το χειρότερο…

Θριαμβολογούν μόνο ότι είμαστε πολύ κοντά στο πρωτογενές πλεόνασμα. Κανένας δεν μας έχει εξηγήσει τι είναι αυτό· ούτε οι κυβερνήτες μας, ούτε ο Τύπος, έντυπος και ηλεκτρονικός, ούτε οι λαλίστατοι οικονομολόγοι των παραθύρων μάς έχουν ενημερώσει ούτε μας έχουν εξηγήσει τι είναι το πρωτογενές πλεόνασμα.

Γιατί άραγε; Μήπως από φόβο ότι υπάρχει ο κίνδυνος να καταλάβουμε ότι δεν πρόκειται για κανένα συνταρακτικό γεγονός, ούτε ότι αυτό είναι η βάση για να οδεύσουμε προς την ανάπτυξη και προς το τέλος της κρίσης;

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών