Πολύ φοβούμαι ότι η συνεργασία των τριών κομμάτων έχει ξεπεράσει τα δύσκολα. Και γι’ αυτό τώρα κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη με τα δυσκολότερα.

Να εξηγηθώ. Εως τώρα η κυβέρνηση έτρεξε όσα πραγματικά πονάνε την κοινωνία. Περικοπές, περιορισμούς, φόρους, απολύσεις και τα συναφή. Αφόρητα πράγματα.

Με τον έναν Ή τον άλλον τρόπο κατάφερε να βγει στο ίσιωμα –πράγμα το οποίο ουδείς προεξοφλούσε πέρυσι το καλοκαίρι!..

Μόνο που αυτά τα αφόρητα πράγματα ήταν περίπου μονόδρομος: διαπραγμάτευση με τους δανειστές, συμφωνία, τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμφωνία.

Με άλλα λόγια, το Μνημόνιο αποτελούσε από μόνο του κάτι σαν οδικό χάρτη.

Και μια κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί με σχεδόν αποκλειστική αποστολή να διατηρήσει την Ελλάδα στην Ευρώπη δεν είχε παρά να ακολουθήσει τον χάρτη.

Δύσκολος; Δύσκολος. Αλλά αυτός ήταν.

Μια κυβέρνηση όμως για να δικαιολογήσει το όνομά της οφείλει να κάνει πολύ περισσότερα πράγματα από την εφαρμογή ενός Μνημονίου.

Να ασχοληθεί με την παιδεία, με την ασφάλεια, με τη διοίκηση, με τη μετανάστευση, με το κοινωνικό σύστημα. Γενικώς να κυβερνήσει, ακόμη και σε τομείς που δεν άπτονται του Μνημονίου.

Και εδώ αρχίζουν τα δυσκολότερα. Διότι για όλα αυτά δεν υπάρχει Μνημόνιο, ούτε δεσμεύσεις ούτε υποχρεώσεις ούτε οδικός χάρτης.

Το ερώτημα λοιπόν είναι απλό: υπάρχει άραγε ευρύτερη συμφωνία των τριών κομμάτων στα ζητήματα που δεν έχουν άμεσα σχέση με τη διατήρηση της Ελλάδας στην Ευρώπη;

Μια συμφωνία η οποία θα ορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές της κυβερνητικής πολιτικής σε όλους τους τομείς;

Δεν είμαι καθόλου βέβαιος.

Και ούτε ξέρω αν μπορεί να προκύψει με δεδομένο ότι την κυβέρνηση αποτελούν τρία κόμματα με εντελώς διαφορετικούς προσανατολισμούς, τα οποία είναι δύσκολο να υποχωρήσουν σε ζητήματα που άπτονται της ιδιαίτερης πολιτικής τους συγκρότησης.

Εφόσον λοιπόν τέτοια συμφωνία ούτε υπάρχει ούτε είναι εύκολο να υπάρξει, τότε η πρακτική διαχείριση των διαφορών αποκτά τεράστια σημασία για την κυβερνητική συνοχή.

Είτε αφορά τον διοικητή του ΟΑΕΔ, είτε το ωράριο των καταστημάτων είτε την ιθαγένεια, είτε την κατάργηση άχρηστων πανεπιστημιακών σχολών.

Εκεί κρίνεται η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε μια κυβέρνηση με ισορροπίες και σε ισορροπίες χωρίς κυβέρνηση.

Αντιλαμβάνομαι ότι το μοντέλο είναι εντελώς ασυνήθιστο στη χώρα μας και ότι έως τώρα έχει λειτουργήσει πέραν πάσης προσδοκίας.

Από την άλλη πλευρά όμως, μια κυβέρνηση συνεργασίας οφείλει να είναι συνεπής και στα δύο σκέλη της: να λειτουργεί και ως κυβέρνηση και ως συνεργασία.

Διαφορετικά, τα δυσκολότερα μπορεί να αποδειχθούν αξεπέραστα.