O αμερικανός δημοσιογράφος Αμποτ Τζόζεφ Λίμπλινγκ (1904-1963) χώριζε τους δημοσιογράφους σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν οι ρεπόρτερ, που περιγράφουν αυτά που είδαν. Στη δεύτερη οι ερμηνευτικοί ρεπόρτερ, που περιγράφουν ποιο πιστεύουν ότι είναι το νόημα αυτών που είδαν. Και στην τρίτη ανήκουν οι ειδικοί, που περιγράφουν ποιο πιστεύουν ότι είναι το νόημα αυτών που δεν είδαν. Εκείνος ξεκίνησε την καριέρα του, κάπως άτσαλα, από την τρίτη κατηγορία: δούλεψε για ένα διάστημα στο αθλητικό τμήμα των «Νιου Γιορκ Τάιμς», απ’ όπου απολύθηκε επειδή στο αποτέλεσμα ενός αγώνα έγραψε ότι ο διαιτητής λεγόταν «Ignoto» (που στα ιταλικά σημαίνει άγνωστος). Το πάθημα του έγινε μάθημα –και μετακινήθηκε γρήγορα στην πρώτη κατηγορία. Οι ανταποκρίσεις που έστελνε στον «Νιου Γιόρκερ» από τα μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την Αφρική, την Αγγλία και τη Γαλλία, έμειναν στην ιστορία.

Ελεγε κι άλλα ο Λίμπλινγκ, του άρεσαν πολύ οι αφορισμοί. Οπως, ας πούμε, ότι «η ελευθερία του Τύπου είναι εγγυημένη μόνο για τους ιδιοκτήτες του». Ή ότι «ο κόσμος συγχέει αυτά που διαβάζει στις εφημερίδες με τις ειδήσεις». Αλλά οι συνάδελφοί του τον θυμήθηκαν αυτές τις ημέρες για εκείνη την ταξινόμηση σε τρεις κατηγορίες. Οι πρώτες δύο υπονομεύτηκαν από την οικονομία, την τεχνολογία και την έλλειψη περιέργειας. Στο μεταξύ, η τρίτη δεν έπαψε να αυξάνεται. Η Αμερική είναι σήμερα μια χώρα ειδικών, όπου εκατομμύρια άνθρωποι γνωρίζουν το νόημα όλων εκείνων που δεν έχουν δει. Πριν αποκαλυφθεί η ταυτότητα των εγκληματιών της Βοστώνης, είχαν κατασκευαστεί διάφοροι ένοχοι, μεταξύ των οποίων ένας Σαουδάραβας και ένας αριστερός, για την ακρίβεια μαρξιστής (!), ινδικής καταγωγής. Κι όταν έγινε γνωστή η τσετσενική τους καταγωγή, όλοι οι αμερικανοί αναλυτές έγιναν ξαφνικά τσετσενολόγοι. Κι άρχισαν να αναλύουν τη σχέση ανάμεσα στις σταλινικές διώξεις της δεκαετίας του 1950 και το σημερινό μακελειό.

Την ίδια ώρα, χάρη στην αδιάκοπη κάλυψη των μέσων ενημέρωσης, ένα έγκλημα τοπικού χαρακτήρα προσλάμβανε χαρακτήρα εθνικής τραγωδίας. Δύο φανατισμένα αδέλφια θέλησαν να τρομοκρατήσουν τον αμερικανικό λαό –και το κατάφεραν! «We feel free again» («Νιώθουμε και πάλι ελεύθεροι»), δήλωσε ένας κάτοικος, όταν τελείωσαν όλα, μπροστά σε ένα αυτοσχέδιο μνημείο για τα θύματα. Πόση δύναμη έχει άραγε κάποιος που μπορεί να σου στερεί την ελευθερία, έστω και για λίγο;

Παρά τις ενστάσεις πάντως για τη δημοσιογραφική διάσταση του δράματος, δεν μπορεί να μην εκφράσει κανείς τον θαυμασμό του για το πνεύμα ομοψυχίας, ενότητας και συνεργασίας που έδειξαν οι αμερικανοί πολίτες, για τον επαγγελματισμό των δυνάμεων της τάξης και για την ψυχραιμία της πολιτικής ηγεσίας. Πράγματα άπιαστα για μας, αδιανόητα.