Μερικές φορές οι μύθοι είναι πιο αληθινοί και από την ίδια την ιστορία. Ενας από τους μύθους αυτούς έχει όνομα : «Ματαρόα». Το όνομα του περίφημου πια καραβιού που παρέλαβε στον Πειραιά τον ανθό της ελληνικής νεολαίας, τους κάπου 80 υπότροφους της γαλλικής κυβέρνησης, που θέλησε με αυτό να επανασυνδέσει τη Γαλλία με τα νιάτα της Ελλάδας και να τιμήσει τους αγώνες της. Πολλοί από τους υπότροφους αυτούς, αλλά όχι όλοι, ήταν αριστεροί. Οι αριστεροί, αν έμεναν στην Ελλάδα, θα κινδύνευαν. Τον γιο του μουσουργού Μάριου Βάρβογλη τον πήγε με το αυτοκίνητό του στον Πειραιά ο ίδιος ο γάλλος πρεσβευτής γιατί ήταν καταζητούμενος και από την Ασφάλεια και από τη «Χ»…
Οι μη αριστεροί σπούδασαν και επέστρεψαν –όπως ο Μαρινόπουλος –στην πατρίδα. Οι αριστεροί σπούδασαν επίσης, αλλά η πατρίδα δεν τους ήθελε πίσω. Η πατρίδα δεν ήθελε τον Σβορώνο, την Κρανάκη, τον Καστοριάδη, τον Αξελό, τον Κώστα Παπαϊωάννου, τον Ιάννη Ξενάκη, τον αρχιτέκτονα Κανδύλη. Μερικούς από αυτούς τους καταδίκασε ερήμην σε θάνατο ή τους αφαίρεσε, όπως στον Σβορώνο, την ιθαγένεια.
Μπορεί η επίσημη πατρίδα να μην τους ήθελε, τους θέλησε όμως η Γαλλία. Κι ας ήταν χωρίς «χαρτιά». Αυτούς και πολλούς άλλους. Και κέρδισε όσα χάσαμε. Για τα γράμματα, με τον Ανδρέα Κέδρο για παράδειγμα, για τη φιλοσοφία, για τις επιστήμες, για τις καλές τέχνες. Για τα πανεπιστήμιά της. Το παράδοξο, αν θέλουμε να ανατρέξουμε σε σημερινές ελληνικές προδιαγραφές: δεν ξεσηκώθηκε εναντίον τους κανένας «γηγενής».
Οταν το τρένο με τους υπότροφους του «Ματαρόα» έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών στο Παρίσι, ένας άλλος δικός μας τους περίμενε στην αποβάθρα. Λεπτός, αδύνατος, με πρόβλημα στο πόδι. Ηταν ο Αδωνις Κύρου. Ο μετέπειτα λαμπρός κινηματογραφιστής και σκηνοθέτης είχε φυγαδευτεί στη Γαλλία. Τον κατηγορούσαν (άδικα) για τη δολοφονία του πρώην κομμουνιστή και στη συνέχεια μέλους δεξιάς οργάνωσης Κίτσου Μαλτέζου το 1944. Κάποιος αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Αδωνι που πληγώθηκε στο γόνατο, αλλά ευτυχώς πρόλαβε να φτάσει ώς το σπίτι του στην Πλάκα.
Στο Παρίσι εκείνα τα πρώτα μεταπολεμικά –αλλά σύντομα και ψυχροπολεμικά –χρόνια είχαν καταφύγει πολλοί άλλοι Ελληνες. Οπως ο πρώην υπουργός Σοφιανόπουλος ή αργότερα, για ένα διάστημα, ο Ηλίας Τσιριμώκος. Είχαν καταφύγει επίσης στη γαλλική πρωτεύουσα και αρκετοί ενταγμένοι κομμουνιστές. Το Παρίσι ήταν τότε και ενδιάμεσος σταθμός για τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Από το Παρίσι «πέρασε» στη Βουδαπέστη ο σημαντικός γλύπτης Μέμος Μακρής.
Οπως ήταν λογικό, οι ελληνικές Αρχές είχαν οργανώσει κλιμάκιο των «μυστικών υπηρεσιών» και είμαι βέβαιος ότι ένας συνάδελφος, που δεν φάνηκε ποτέ το όνομά του σε εφημερίδα, σε αυτές έστελνε τις ανταποκρίσεις του. Τότε αιφνίδια οι γαλλικές Αρχές συνέλαβαν μερικούς δικούς μας, με πρώτο τον δημοσιογράφο Πότη Δημητρακαρέα, ανταποκριτή του «Εθνους», σαν μέλη κλιμακίου σύνδεσης του «εσωτερικού» με την ηγεσία του ΚΚ στις ανατολικές χώρες. Η γαλλική Αστυνομία δεν τους παρέδωσε στην ελληνική παρά μόνο αν το ήθελαν, όπως μια ηθοποιός που ποιος ξέρει πώς μπλέχτηκε. Τον Δημητρακαρέα τον εκτόπισαν στην Κορσική και του επέτρεψαν σύντομα να πάει στην Πράγα.
Συνεπώς, ακόμα και στη σκληρή περίοδο του Ψυχρού Πολέμου με τις μάχες στην Κορέα οι γαλλικές Αρχές συνεργάστηκαν μεν με τις ελληνικές, αλλά σεβάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ανάλογα λειτούργησαν και στη συνέχεια. Και κυρίως μετά την 21η Απριλίου.
Είχα υπολογίσει τότε, με βάση πολλά στοιχεία, ότι όλοι μαζί οι αντιχουντικοί Ελληνες στο Παρίσι ήταν περίπου πέντε χιλιάδες. Περιλάμβαναν όσους κατάφεραν να φύγουν από την Ελλάδα, όσους ήταν ήδη από μερικά ή πολλά χρόνια στη γαλλική πρωτεύουσα και δεν αδιαφορούσαν –όπως τόσοι «ομογενείς» –για την κατάσταση στην Ελλάδα, πολλούς πανεπιστημιακούς και τους περισσότερους φοιτητές. Σχηματίστηκαν πολύ σύντομα ομάδες, επιτροπές, κομματικές παρέες, ακόμα και επαναστατικές οργανώσεις, κυκλοφορούσαν έντυπα, κάθε τόσο είχαμε και διαδηλώσεις. Και πλησίαζε ο Μάης του ’68.

Ε, λοιπόν, οι γαλλικές Αρχές γνώριζαν τα πάντα. Σπάνια «ενόχλησαν». Είχαν όμως τον νου τους. Ανανέωναν εύκολα τις άδειες παραμονής. Χωρίς πολλές διατυπώσεις. Οι περισσότεροι δικοί μας δεν ήθελαν με τίποτε να ζητήσουν πολιτικό άσυλο. Κρατούσαν το μη ανανεωμένο ελληνικό διαβατήριο με τα δόντια, μπας και πάθουν όσα έπαθαν οι πρόσφυγες στις ανατολικές χώρες. Με αυτό πήγαιναν για την άδεια παραμονής!

Πουλαντζάς και Πάγκαλος

Αυτά δεν ήταν πρωτοβουλίες των αστυνομικών Αρχών, ήταν πολιτική της κυβέρνησης. Οπως πολιτική της κυβέρνησης ήταν να μην εμποδίσει τις πανεπιστημιακές Αρχές να προσφέρουν έδρες επισκεπτών καθηγητών σε δικούς μας πανεπιστημιακούς που κατέφυγαν στη Γαλλία, όπως ο Βεγλερής, ο Μάνεσης ή ο Δεσποτόπουλος, και να διορίσουν σε θέσεις διδασκόντων τόσους νέους που μερικοί, αρχικά, δεν είχαν καν τερματίσει το διδακτορικό τους, όπως ο Τσουκαλάς, ο Βεργόπουλος, ο Πάγκαλος και τόσοι άλλοι. Ο Νίκος Πουλαντζάς, από την άλλη, είχε ήδη αρχίσει τη σταδιοδρομία του.
Το Παρίσι φιλοξενούσε είτε μόνιμα είτε κατά διαστήματα, επιτρέποντάς τους πλήρη ελευθερία, και προσωπικότητες με πολύ έντονη πολιτική δραστηριότητα. Τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (που η γαλλική Ασφάλεια προστάτευε διακριτικά), τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον υπερδραστήριο Κώστα Μητσοτάκη, τον μακαρίτη τον πατέρα μου Στράτη Σωμερίτη, αντιπρόεδρο της Διεθνούς Ενωσης Δικαιωμάτων του ανθρώπου και ηγετικό στέλεχος των ευρωπαϊκών αντιδικτατορικών επιτροπών, τον Αντώνη Μπριλλάκη του Πατριωτικού Μετώπου (και του ΚΚΕ Εσωτερικού)… Αλλά και «βεντέτες» όπως την υπέροχη Μελίνα Μερκούρη ή τον Μίκη Θεοδωράκη.
Και όμως υπήρχαν και παράγοντες που έκαναν πολλά για να βοηθήσουν τη χούντα. Εχω διαβάσει στα γαλλικά κρατικά αρχεία πρεσβευτικές εκθέσεις και αναφορές των «υπηρεσιών πληροφοριών» που προσπαθούσαν να επηρεάσουν τις κυβερνήσεις εις βάρος των δημοκρατών. Τις χειρότερες τις είχε υπογράψει ο τότε πρέσβης Ζακ Μπαγιέν. Φυσικά και οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι φρόντιζαν για καλές οικονομικές σχέσεις με τη δικτατορία και πωλήσεις όπλων. Ομως, ως προς την ανοχή και συχνά τη συμπάθεια για τη δημοκρατική Ελλάδα, δεν άλλαξαν στάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η γαλλική πρεσβεία στην Αθήνα τα έβαζε με τη Μελίνα, ο συγγραφέας Αντρέ Μαλρό, υπουργός Πολιτισμού του Ντε Γκολ, τη δεχόταν στο επίσημο γραφείο του, ενώ αργότερα υπέγραφε έκκληση για να μην εκτελεστεί ο Παναγούλης –και όλοι κατάλαβαν ότι το έπραξε με την ευχή του Ντε Γκολ. Ετσι και ο Ντε Λιπκοφσκί, υφυπουργός Εξωτερικών, που μια παραγγελία αεροπλάνων τον ανάγκασε να έρθει στην Αθήνα, είχε μαζί του επιτακτικό αίτημα για την αποφυλάκιση του Λεωνίδα Κύρκου…
Οι περισσότεροι γάλλοι καλλιτέχνες, όπως ο Ιβ Μοντάν, ο Ζερζ Ρετζιανί, η Ζιλιέτ Γκρεκό, δεν είπαν ποτέ όχι όταν η Γαλλική Επιτροπή για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα οργάνωνε στις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλίες αλληλεγγύης. Και επιφανείς πολιτικοί, όπως ο Μιτεράν, που δεν ήταν ακόμα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εκεί ήταν στις ελληνικές συναυλίες, κυρίως της Μαρίας Φαραντούρη.

Η μεγάλη επιτυχία του «Ζ» του Κώστα Γαβρά οφείλεται και στον δημοκρατικό φιλελληνισμό που επικράτησε εκείνα τα δύσκολα χρόνια, αλλά το έργο αυτό βοήθησε σε μεγάλο βαθμό, με τη σειρά του, την ανάπτυξη του δημοκρατικού φιλελληνισμού. Οι τοπικές γαλλικές επιτροπές αλληλεγγύης με τη χώρα μας οργάνωναν βραδιές με την προβολή του «Ζ» και στη συνέχεια με συζήτηση για το ελληνικό ζήτημα. Εχω προσωπική εμπειρία για τη συμβολή αυτού του φιλμ σε πολλές μεγάλες πόλεις για την καλύτερη ενημέρωση του κοινού.

Η ΕΟΚ και το λόμπι των αγροτών

Η δικτατορία αυτοκτόνησε τον Ιούλη του 1974 καταστρέφοντας και την Κύπρο. Η Γαλλία –μας το υπενθύμισαν την περασμένη Τρίτη –στήριξε την ιστορική αλλαγή: κατάλαβε τότε ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν καλύτερα από μερικούς καχύποπτους δικούς μας τη σημασία της. Η συμβολική χειρονομία της δεν ήταν τόσο η διάθεση του προεδρικού αεροπλάνου στον Κων. Καραμανλή για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ηταν η «μυστική» αμυντική στήριξη, αεροπορική και όχι μόνο, που το Παρίσι πρόσφερε για το μάθουν οι «ενδιαφερόμενοι» στην απειλούμενη με πόλεμο χώρα μας.

Και λίγο αργότερα έφτασε η ώρα της ΕΟΚ. Μας στήριξε η Γαλλία παρά τους ενδοιασμούς του λόμπι των γεωργών μεσογειακών προϊόντων, που για ένα διάστημα συμμεριζόταν ως πρωθυπουργός πρώτα και ως αρχηγός του δεξιού κόμματος μετά και ο Ζακ Σιράκ, ώσπου να τον μεταπείσει με επιχειρήματα ο Κ. Καραμανλής.
Συμπέρασμα: άσχετα πολλές φορές με τα λεγόμενα συμφέροντα και τις σκοτεινές πτυχές της πολιτικής, υπάρχει ένας πολύ στέρεος δεσμός ανάμεσα στη Γαλλία και σε μας. Δεν το γράφω αυτό γιατί προσωπικά αισθάνομαι πατρίδα μου την Ευρώπη, την Ελλάδα και τη Γαλλία, αλλά γιατί τόσοι δικοί μας σε δύσκολες ώρες ή σε χρόνους δημιουργίας αυτή τη χώρα επέλεξαν και τους δέχτηκε. Να, ο Καζαντζάκης για παράδειγμα ή παλαιότερα (και άσχετα με συγκρίσεις) ο Ζαν Μωρεάς, ο Γιάννης Ψυχάρης, ο Εμπειρίκος, ο χαράκτης Γαλάνης, ο Βυζάντιος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Γαλλικό Ινστιτούτο ενίσχυσε τους παλαιούς και σύγχρονους δεσμούς με πρωτομάστορες στα πολύ δύσκολα χρόνια, τον Οκτάβ Μερλιέ και τον Ροζέ Μιλιέξ. Που οι δεξιές ελληνικές κυβερνήσεις της πρώτης μεταπολεμικής εποχής έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους απομακρύνουν.

Τα τελευταία χρόνια φάνηκε πως όλα αυτά ανήκαν σε μια νοσταλγία που δεν ήταν πια αυτή που ξέραμε, για να παραφράσω τον τίτλο των απομνημονευμάτων της υπέροχης Σιμόν Σινιορέ. Η τελευταία μεγάλη αναλαμπή ήταν το «Ελληνικό Καλοκαίρι» του Ζακ Λακαριέρ που τόσο αγάπησε τη χώρα μας. Αφήσαμε όμως τα λουλούδια της ελληνογαλλικής φιλίας να ξεραθούν. Η νέα γενιά αγγλοφέρνει. Το Χάρβαντ και το LSC έχουν υποκαταστήσει τη Σορβόννη και για μερικούς το Βερολίνο είναι το σημερινό Παρίσι. Ο Φρανσουά Ολάντ μάς υπενθύμισε όσα δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε. Και εμείς, και οι Γάλλοι.

* Ο Ριχάρδος Σωμερίτης ήταν από το 1967 ώς το 1974 εκδότης και διευθυντής του αντιδικτατορικού γαλλόφωνου δελτίου «Athènes Presse Libre».