Ο Ελβις Πρίσλεϊ το 1954 ηχογραφεί το «That’ s All Right Mama» στα στούντιο της Sun στο Μέμφις. O Τσακ Μπέρι την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί το «Maybellene». O Φιλ Σπέκτορ, το 1962, εμπνέεται και δημιουργεί τον περίφημο wall of sound ήχο, ο Ντίλαν το ’65 βγαίνει στη σκηνή του Φεστιβάλ Νιούπορτ με ηλεκτρική κιθάρα (και παραλίγο να ξεσπάσει «πόλεμος»). Οι Velvet Underground το 1967 κυκλοφορούν το περίφημο άλμπουμ με την μπανάνα στο εξώφυλλο (The Velvet Underground & Nico) – όλα αυτά είναι στιγμές που καθόρισαν το ροκ για πάντα.

Ρωτήστε όμως όποιον θέλετε. Αν δεν βάλει το Γούντστοκ ανάμεσα σε αυτές τις μεγάλες στιγμές που σημάδεψαν το ροκ και τις γενιές που ακολούθησαν, μιλάει για άλλον πλανήτη. Οι επαναστατημένοι νέοι του Γούντστοκ, που είδαν τον Τζίμι Χέντριξ να βγάζει φωτιές από την κιθάρα του και τους Who να «εκρήγνυνται» σε ροκ παραλήρημα, ένιωσαν – και κανείς δεν τους το αμφισβητούσε τότε – ότι είχαν τη δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο. Οτι μπορούσαν να κάνουν πραγματικότητα ό,τι είχαν ονειρευτεί και το Φεστιβάλ, τελικά, έγινε το κοντινότερο σημείο που έφτασαν ποτέ σε εκείνο το όνειρο.

Επειτα έκαναν μεταβολή και πήγαν σπίτι τους – αλλά ό,τι γράφτηκε σαν Ιστορία, γράφτηκε. Λάθος δεν αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση από το ταμείο. Και τέτοιες μέρες σκληρού μαρκαρίσματος από το σύστημα και τις παγκόσμιες αγορές και τον κόσμο πέρα από τα όρια των αντοχών του, το Γούντστοκ, όπου όλα έμοιαζαν αλλιώς, στην 43η επέτειό του σήμερα, είναι ωραίο έστω και σαν ανάμνηση.

Παραμονές του Φεστιβάλ που διαφημιζόταν σαν Τρεις μέρες Ειρήνης και Μουσικής, κόσμος έφτανε από παντού στη μικρή πόλη Μπέθελ, νοτιοδυτικά του Γούντστοκ στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, για να κατασκηνώσει κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό, στη φάρμα του Μαξ Γιάσγκουρ και να παρακολουθήσει το Φεστιβάλ. Λίγοι από εκείνο το μισό εκατομμύριο ανθρώπους θα μπορούσαν να φανταστούν τότε πως έμπαιναν στην ιστορία του ροκ και πως από εκείνο τον Αύγουστο του 1969 και μετά όλα τα μεγάλα φεστιβάλ, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα συγκρίνονταν με το Γούντστοκ.

Μέσα στα σαράντα τρία χρόνια από τότε ως σήμερα η αξία του πέταξε στα ύψη. Εγινε ένα από τα πιο ισχυρά λογότυπα της ποπ κουλτούρας, μια κιβωτός αναμνήσεων, που επανέρχεται σε επετείους έχοντας «γεννήσει» άλλα μικρά Γούντστοκ, ταινίες και τραγούδια, εκτός βέβαια από το πρώτο ηχηρό πακέτο, το θρυλικό φιλμ και το σάουντρακ που το συνόδευε.

Το περιστέρι πάνω στην κιθάρα, το σήμα κατατεθέν του Φεστιβάλ, μετεξελίχθηκε στο πουλάκι του twitter, με πάνω-κάτω κοινή όμως την ίδια δράση: το ότι, λαλίστατα και τα δύο, έχουν μεταφέρει τον παλμό της εποχής.

Η αφρόκρεμα της ροκ σκηνής της δεκαετίας του ’60 ήταν εκεί. Υπήρχαν βέβαια λαμπρές απουσίες και πρώτη από όλες αυτή του Μπομπ Ντίλαν, ο οποίος είχε κάθετα διαχωρίσει τη θέση του, μια και, όπως έχει γράψει και στην αυτοβιογραφία του, δεν του άρεσε καθόλου που όλοι εκείνοι οι χίπις έρχονταν και βρώμιζαν την «αυλή» του. Επαιξαν ωστόσο πολλοί και εκλεκτοί.

Λίγα λεπτά μετά τις 5 το απόγευμα της Παρασκευής 15 Αυγούστου του 1969 στη σκηνή ανέβηκε ο Ρίτσι Χέιβενς, ένας από τους μουσικούς που ξεχώριζαν στη φολκ-ποπ πιάτσα της ευρύτερης περιοχής της Νέας Υόρκης. Το φολκ στοιχείο χαρακτήρισε την πρώτη μέρα – με τον Τιμ Χάρντιν, τη Μέλανι, τον Ραβί Σανκάρ, τον Αρλο Γκάθρι και την Τζόαν Μπαέζ με το μεγάλο χάρισμά της να κερδίζει αμέσως τα πλήθη.

Στο μεταξύ ήδη πολλά προβλήματα απειλούσαν τη διοργάνωση. Ο σταθμός των τρένων είχε κλείσει και δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει άλλο κόσμο, ουρές ακίνητων αυτοκινήτων είχαν σχηματιστεί, οι περισσότεροι είχαν πάρει τον δρόμο με τα πόδια, ενώ άλλοι προτιμούσαν να στήσουν τις σκηνές τους σε απόσταση και να βλέπουν από μακριά. Οι διοργανωτές δεν περίμεναν τόσο κόσμο, ούτε ήταν έτοιμοι να υποδεχτούν τόσο πολλούς από νωρίς, καθώς έφταναν ήδη εκεί από τις προηγούμενες μέρες. Ετσι υποχρεώθηκαν να κάνουν αλλαγές στον χώρο την τελευταία στιγμή και να επιτρέψουν δωρεάν είσοδο (αυτό έφερε κι άλλο κόσμο), κάνοντας την προσευχή τους να μην υπάρξει βία. Το αλκοόλ και τα ναρκωτικά που καταναλώνονταν σε ποσότητες έκαναν τα πράγματα ακόμη πιο απρόβλεπτα. Και κάποια στιγμή άρχισε και να βρέχει.

Οι ηλεκτρισμένες μουσικές του Σαντάνα, τα παθιασμένα ροκ-μπλουζ της Τζάνις Τζόπλιν, το εκρηκτικό σόου των Who – που έπαιξαν είκοσι πέντε κομμάτια και ανάμεσα σε αυτά το θυελλώδες «My Generation» -, οι ψυχεδελικοί Jefferson Airplane που έφτασαν εκεί ως το μεγάλο όνομα της σκηνής του Σαν Φρανσίσκο, οι Country Joe and The Fish, oι Band, oι Ten Years After, οι Grateful Dead, οι Sly & the Family Stone, ο Τζο Κόκερ – που μετά την εμφάνισή του στο Γούντστοκ όπου καθήλωσε το κοινό με τη βραχνή μπλουζ φωνή του, έγινε σούπερσταρ – οι Blood, Sweat & Tears, oι Crosby Stills Nash & Young – που έπαιζαν μαζί για δεύτερη μόλις φορά – πήραν μέρος στη συναυλία που έγραψε Ιστορία.

Θρυλική στιγμή σε όλο το τριήμερο του Woodstock ήταν το φινάλε από τον Τζίμι Χέντριξ. Επρόκειτο να βγει τελευταίος το βράδυ της Κυριακής, αλλά επειδή το πρόγραμμα δεν είχε τηρηθεί, ο Χέντριξ βγήκε το πρωί της Δευτέρας και ενώ ο περισσότερος κόσμος είχε ήδη φύγει. Ισως ήταν και η πιο μεγάλη, ηλεκτρική, απογειωμένη στιγμή του Φεστιβάλ. Ειδικά όταν άρχισε να παίζει με μανία και μπόλικη παραμόρφωση τον αμερικανικό εθνικό ύμνο – σαν να έκανε το δικό του ροκ σχόλιο εναντίον του Πολέμου στο Βιετνάμ. Η ταινία «Woodstock» του 1970 και το σάουντρακ κράτησαν το πνεύμα του Γούντστοκ ζωντανό. Σαν όλος ο κόσμος πια να ήταν εκεί.

Ο Τζίμι Χέντριξ πέθανε τον Σεπτέμβριο του ’70. Νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του ’69, το Φεστιβάλ του Αλταμοντ με headliners τους Rolling Stones, που θα ήταν η απάντηση της Δυτικής Ακτής στο Γούντστοκ, κατέληξε σε βία, άγρια επεισόδια, με έναν νεκρό και τραυματίες. Τα χρόνια της αθωότητας είχαν με πάταγο τελειώσει.