Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης αναδεικνύουν την αμφισβήτηση και την απαίτηση νέων προσδοκιών του ευρωπαϊκού πληθυσμού για το μέλλον της Ευρώπης. Πράγματι, οι λαοί της Ευρώπης συνειδητοποιούν ότι οι πολιτικές μείωσης των δημοσίων και κοινωνικών δαπανών και αύξησης των φόρων για τη συρρίκνωση του χρέους δεν αντιμετωπίζουν τα δημοσιονομικά προβλήματα των κρατών-μελών.

Παράλληλα, συνειδητοποιούν ότι η ευρωζώνη βυθίζεται σταδιακά στην ύφεση η οποία μετατοπίζεται από την περιφέρεια στον πυρήνα των κρατών-μελών της, τα οποία πλήττονται, μεταξύ των άλλων, από την αύξηση της ανεργίας, τη συρρίκνωση του παραγωγικού τους δυναμικού, τη μείωση των παραγγελιών βιομηχανικών τους προϊόντων, τη στασιμότητα των επενδύσεων, την υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους κ.λπ.

Χαρακτηριστική περίπτωση αυτών των διαπιστώσεων αποτελεί, μεταξύ των άλλων χωρών κρίσης χρέους, η Ελλάδα στην οποία η επιβολή του προγράμματος λιτότητας από το 2010, εκτός της σοβαρής επιδείνωσης που έχει επιφέρει στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας, δεν έχει δημιουργήσει και όπως προβλέπεται δεν πρόκειται να δημιουργήσει συνθήκες βιωσιμότητας του χρέους μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. Επίσης οι λαοί της Ευρώπης διαπιστώνουν ότι οι πολιτικές αυτές έχουν προκαλέσει σοβαρά «ισχαιμικά επεισόδια» στον κοινωνικο-οικονομικό ευρωπαϊκό οργανισμό τα οποία τροφοδοτούν τη στασιμότητα, την ύφεση, την αύξηση της ανεργίας και ενδεχομένως και την πρόκληση «εμφραγμάτων» στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Ομως, μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε διάλυση τη ζώνη του ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, επιφέροντας μεγάλη ήττα στο μακράς πνοής ευρωπαϊκό σχέδιο της εμβάθυνσης της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης (P. Krugman, 2012). Παράλληλα, θα τροφοδοτούσε την αναζωπύρωση αντιλήψεων και πολιτικών ευρωπαϊκού προστατευτισμού με ό,τι αρνητικά αυτό συνεπάγεται για την ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή προοπτική διαμέσου της εγκαθίδρυσης συνθηκών ενδοκρατικών και ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων. Κατά συνέπεια η αποτροπή μιας τέτοιας προοπτικής απαξίωσης των παραγωγικών δυνάμεων [εργασία, με την αύξηση της ανεργίας στο υψηλότερο επίπεδο (10,9%) από την εισαγωγή του ευρώ και τεχνολογία, με την καθίζηση της παραγωγικής και καινοτομικής βάσης] και αποσύνθεσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης απαιτεί την άμεση διαμόρφωση μιας νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής.

Αυτή η νέα πρόκληση θα επιτευχθεί με την εισαγωγή της Ευρωπαϊκής Ενωσης σ’ έναν νέο κύκλο εγκατάλειψης της λιτότητας και εγκαθίδρυσης της ανάπτυξης, της τεχνολογικής και κοινωνικής ισόρροπης ανασυγκρότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας και των κρατών-μελών της, με βραχυπρόθεσμη αιχμή του αναπτυξιακού δόρατος την ανάσχεση της ύφεσης, της ανεργίας και την ανασύσταση της καινοτομικής και τεχνολογικής βάσης της παραγωγής της. Ειδικότερα η δημόσια συζήτηση στην Ευρώπη για τη χρηματοδότηση του νέου κύκλου της ευρωπαϊκής ανάπτυξης συνοψίζεται στην αναζήτηση νέων πόρων από το ευρωομόλογο, την ενεργοποίηση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της φοροκλοπής, της φοροαποφυγής και της εισφοροδιαφυγής, την αναδιανομή του εισοδήματος, την κατάργηση των φορολογικών, εργασιακών και μισθολογικών παραδείσων εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την επιβολή φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και την κεφαλαιακή ενίσχυση και την αυξημένη δανειοδοτική ικανότητα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Την κατεύθυνση αυτή χρηματοδότησης του νέου κύκλου της ευρωπαϊκής ανάπτυξης θα αποτυπώσει ουσιαστικά ο κοινοτικός προϋπολογισμός, ο οποίος ως επενδυτικό και αναδιανεμητικό εργαλείο μπορεί να καταστήσει την Ευρώπη ισχυρότερη από την οικονομική κρίση και ύφεση, με αποτέλεσμα να προστατευθούν τόσο η ισχύς του ενιαίου νομίσματος όσο και η προοπτική εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επιπλέον, η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που περιλαμβάνονται στα προγράμματα λιτότητας και ουσιαστικά αφορούν την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, τον περιορισμό του ρόλου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και τη μετατροπή του κράτους-πρόνοιας σε κράτος-φιλανθρωπίας, τίθενται στο περιθώριο του νέου αυτού κύκλου της ευρωπαϊκής ανάπτυξης, ο οποίος θα στοχεύει στην αναβάθμιση της εργασίας και της τεχνολογίας.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο

Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής στο Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ