Ταμπά στο μυαλό μου ήταν το χρώμα των μεγάλων.

Στις γιορτές το στάνταρ δώρο μου ήταν παπούτσια.

Μαύρα λουστρίνια τα Χριστούγεννα, κόκκινα το Πάσχα. Ωστόσο, οι φιλενάδες της μητέρας μου μιλούσαν πάντα για το ταμπά. Μία τσάντα, δύο ζευγάρια παπούτσια, μία ζώνη και ένα ζευγάρι γάντια έλεγαν σε χρώμα ταμπά είναι απαραίτητα σε κάθε κυρία που γνωρίζει πώς να είναι κομψή όλο τον χρόνο, χωρίς να προκαλεί. Άμα μεγαλώσω, έλεγα, θα έχω κι εγώ ταμπά. Αυτό το άχρωμο χρώμα που λίγα χρόνια μετά στο Γυμνάσιο έβρισκα κατάλληλο για να βάφω τα πρόσωπα που ζωγράφιζα με τέμπερες. Το αποκαλούσα κρεατί κι όσο κι αν ανατρίχιαζε στο άκουσμά του η αγαπημένη μου καθηγήτρια των Τεχνικών, ήταν για μένα ταμάμ.

Μέχρι που γνώρισα τη λίμπα, τη μεγάλη γούρνα που μούλιαζε για μέρες το δέρμα για τα παπούτσια και έμαθα για τα ταμπάκικα. Μπόχα και δυσοσμία, σκληρή δουλειά και μεράκι.

Τα παιδικά όνειρα τελειώνουν και τώρα, μία από τις μεγαλύτερες κατασκευάστριες παπουτσιών κινδυνεύει με λουκέτο ή αλλιώς η άνεση επί ποδός πάει περίπατο. Όπως περίπατο πήγαν και τα περισσότερα εργοστάσια των παιδικών μου χρόνων. Λίγο πριν από τις γιορτές και την αλλαγή του χρόνου συνειδητοποιώ πως ζω σε μία χώρα που της έμεινε να σκαρώνει πια μόνο γέφυρες, δρόμους και αυθαίρετα. Εισάγει, διαφημίζει, διακινεί και καταναλώνει με απίστευτη ταχύτητα, ενώ περίπου δεν παράγει, τίποτα. Το ταμπά έπαψε να είναι για μένα το χρώμα των μεγάλων και το «κρεατί» που γεμίζει τις σάρκες στο λευκό χαρτί.

Έγινε συνώνυμο της κατήφειας στη διαδρομή του ηλεκτρικού έξω από τα κλειστά εργοστάσια της Πειραιώς, αποπνικτικός καπνός στην Αττική και την Ιερά Οδό, καθώς καίγονται τα λάστιχα και ο χαλκός για λίγο ακόμα, έξτρα, μαύρο χρήμα.