«Μελέτη χρωμάτων» 1910, ελαιογραφία

Πολλά χρόνια είχαμε να αισθανθούμε ότι η Εθνική Πινακοθήκη δικαιώνει τον ρόλο

της. Όχι πως εκθέσεις σαν τις αναδρομικές του Γ. Ιακωβίδη πρόσφατα ή του N.

Γύζη παλιότερα δεν καταγράφονται στις λαμπρότερες στιγμές του ιδρύματος, όμως

η αναδρομική αυτή του Συμεών Σαββίδη (1859-1927) έχει κάτι το σπάνιο:

«ανασταίνει» στην κυριολεξία έναν καλλιτέχνη κορυφαίο, αλλά και σχεδόν

άγνωστο, ακόμα και μεταξύ των ειδικών.

Το ότι δεν «ακούγεται» όσο της αξίζει αυτή η έκθεση είναι απορίας άξιο. Τα

θέματα που θέτει είναι σπουδαία: Πότε και από ποιον ξεκίνησε η «ανακαίνιση»

της νεώτερης ζωγραφικής μας; Ήταν έξυπνη μεταστροφή ή τραγικό λάθος το ότι

στις αρχές του 20ού αιώνα οι ζωγράφοι μας παράτησαν τη Σχολή του Μονάχου και

στράφηκαν στο Παρίσι; Υπάρχει άλλος ζωγράφος πριν από τον Σαββίδη τόσο

αφοσιωμένος στην «τέχνη για την τέχνη»;

Τα ερωτήματα αναφύονται από τα ίδια τα έργα. Καλοστημένη η έκθεση, με τους

πίνακες, τα σχέδια και τα ντοκουμέντα σε εποπτικό διάλογο μεταξύ τους,

απεικονίζουν ολιγοπρόσωπες σκηνές από τη ζωή στην Ανατολή και – πολύ λιγότερο

– τη Δύση καθώς και λίγα πορτρέτα ή τοπία με συμβολιστικές προεκτάσεις.

Γίνεται αμέσως φανερό ότι ο ζωγράφος νοιάζεται περισσότερο για το χρώμα και

τις φωτιστικές ανταύγειες και λιγότερο για το ίδιο το θέμα, γνώρισμα που τον

αναδεικνύει σε καινοτόμο, όχι βέβαια για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά

οπωσδήποτε για τα ελληνικά. Ο ιμπρεσιονισμός υπήρχε στο Μόναχο, ο Σαββίδης τον

ερεύνησε με αφοσίωση, δεν χρειαζόταν να ξαναεισαγάγει η Αθήνα από το Παρίσι

στις αρχές του 20ού αιώνα. Εάν μάλιστα μέναμε λίγο ακόμα στο βαυαρέζικο άρμα,

θα συμμετείχαμε και στον εξπρεσιονισμό – το κεντρικό εικαστικό κίνημα του 20ού

αι. – που εκεί γεννήθηκε και καθιερώθηκε με τον «Γαλάζιο Καβαλάρη» και τη

«Γέφυρα».

Ο Σαββίδης λοιπόν είναι «ταγμένος» στη ζωγραφική, δουλεύει πορτρέτα και

παραγγελίες μόνο για επιβίωση και στον κυρίως χρόνο του ερευνά εξαντλητικά τις

αντιληπτικές ακόμη και τις χημικές (!) συνιστώσες του χρώματος, έχει μάλιστα

συγγράψει και σχετικά κείμενα που θα εκδοθούν σύντομα από την κ. Μαριλένα

Κασιμάτη, την επιμελήτρια της έκθεσης και αξιέπαινη ερευνήτρια του Σαββίδη και

της Σχολής του Μονάχου γενικότερα.

Προσωπικά δεν εκτιμώ και τόσο αυτήν την «αναλυτική» πλευρά της προσωπικότητάς

του, διότι εντέλει συσφίγγει το τεράστιο ταλέντο του και τον παρορμητισμό του,

όπως τον διακρίνουμε στους γοητευτικούς πίνακες όπου δείχνει συμπατριώτες του

Μικρασιάτες να επικοινωνούν με το βλέμμα και με τις μικροκινήσεις των χεριών.

Ένα σύνδρομο «λογιοτατισμού» σαν αυτό που δεκαετίες αργότερα «φυλακίζει» και

τον N. Χατζηκυριάκο-Γκίκα ή τον Γ. Ψυχοπαίδη.

Στην άλλη άκρη της ζωής του, στον ύστερο Σαββίδη, βλέπουμε εμβάθυνση

ψυχογραφική, ένα προανάκρουσμα του εξπρεσιονισμού, έντονα περιγράμματα σαν του

Θ. Τριανταφυλλίδη ή σαν του Ρουώ. Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια τέτοια

σύγκριση, όπως, απ’ την άλλη πλευρά, επιβάλλεται να γίνει η παραλληλία με τον

Θεόδωρο Ράλλη, τον άλλο σπουδαίο «τουρκομερίτη» του 19ου αιώνα που διακρίθηκε

στον οριενταλισμό, με περισσότερο λυρισμό οπωσδήποτε αλλά και χωρίς τη

διεισδυτικότητα του Σαββίδη στα χρωματικά συστατικά της ατμόσφαιρας.

Το πείσμα ενός επαρχιώτη

Ως τελική γεύση από τη σημαντική αυτή έκθεση – την πρώτη μουσειακών διαστάσεων

για τον Σαββίδη – μας μένει κάτι πέρα απ’ όλα αυτά, ίσως και πολύ επίκαιρο: Το

πείσμα ενός επαρχιώτη Πόντιου (από το Τοκάτ) που τολμά και αφήνει

μισοτελειωμένες τις σπουδές και τις επίσημες παραγγελίες στο Μόναχο για να

βιώσει τη ρομαντική περιπέτεια της καλλιτεχνικής έρευνας, της δημιουργίας,

υπερβολικά εκτιμώντας έστω την εκλογίκευση. Αλλά και η οπτική γεύση από

ανατολίτικες στιγμές, όπου ο αργός χρόνος της ζωής των ανθρώπων απεικονίζεται

στα βλέμματα με απαράμιλλη εκφραστικότητα.

INFO

Συμεών Σαββίδης (1859-1927), αναδρομική, επιμ. Μαρ. Κασιμάτη, Εθνική

Πινακοθήκη, Βασ. Κωνσταντίνου 50, τηλ. 210-7235.937, μέχρι 26 Ιουνίου.