Μέρα και η σημερινή… Θυμάμαι την κωμωδία των Τσιφόρου – Βασιλειάδη «Μια
Ιταλίδα από την Κυψέλη», έτσι όπως τη γύρισε για το σινεμά, μεσούσης της
χούντας, ο Ντίνος Δημόπουλος, και νοσταλγώ την αφέλεια που μας έδερνε. Τότε η
Ιταλία ήταν για μας το γκαραντί καταφύγιο του Αλέκου Παναγούλη, η προνομιακή
πατρίδα του μαρξιστικού στοχασμού και των συνδικάτων της FIAT, η ανατέλλουσα
δύναμη του βιομηχανικού ντιζάιν και του νέου ευρωπαϊκού σινεμά. Ποιος έκανε,
αναρωτιέμαι, την φέρελπιν γείτονα, υποδειγματική, επί ευρωπαϊκού εδάφους,
μπανανία;
Ο Μπερλουσκόνι από μόνος του δεν μου γεμίζει το μάτι και οι πολιτικοϊστορικές
εξηγήσεις με μπερδεύουν και μου αφήνουν τεράστια κενά.
Οικειοθελώς καταφεύγω στην εκδοχή της Κατερίνας Γιουλάκη η οποία,
ενσαρκώνοντας στην εντέλεια την ξενομανή Ελληνίδα, υποδεχόταν τότε με τιμές
αρχηγού κράτους την Ιταλίδα νύφη της.
Μέχρι να αποδειχτεί ότι η μακρύκανη Μάρω Κοντού ήταν βέρα Κυψελιώτισσα, είχαμε
προλάβει να σουρθούμε κάτω από τα γέλια με τις ιταλικές κοτσάνες του
αξεπέραστου Δημήτρη Νικολαΐδη. Σήμερα, με το ίδιο θέμα, δεν γελάει κανείς.
Ούτε καν ο Ρομάνο Πρόντι αν τα φέρει η τύχη και πάρει το τιμόνι της
σαραβαλιασμένης χώρας του.
Οσονούπω αρχίζει η καταμέτρηση οπότε θα μάθουμε τι ψήφισε επιτέλους αυτό το
δυσθεώρητο 20% που δήλωνε δεν ξέρω – δεν απαντώ στις δημοσκοπήσεις. Προσωπικά,
έχω λόγους σοβαρούς να μη γουστάρω τις σιωπηλές στρατιές των ανήξερων και των
μουλωχτών. Μακάρι να βγω ψεύτρα.