H χώρα πλέει στη γαλανόλευκο. Ξαναφόρεσαν σημαίες τα ταξί, στήθηκαν εξέδρες

στο Σύνταγμα, σκούπισαν τα νούμερα τηλεφώνων από τις προτομές των ηρώων στο

Πεδίον του Άρεως. Τα σπασμένα δέντρα δεν τα σήκωσαν ακόμα, θα μείνουν μάλλον

εκεί να θυμίζουν τις καταστροφές που έκανε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Όλα

μπορούν να αποκτήσουν εθνεγερτικό νόημα γύρω μας, με λίγη προσπάθεια. Ο

βασικός μέτοχος στις Βρυξέλλες έγινε το μπαϊράκι της εθνικής ανεξαρ-τησίας,

της παλικαριάς και των λοιπών εθνικών και πολεμικών αρετών των Ελλήνων. Πώς

είναι δυνατόν, ουρλιάζουν διάφορες Μπουμπουλίνες στα μικρόφωνα, να υπάρχουν

εθνικά καθαροί Έλληνες που παίρνουν το μέρος των Ευρωπαίων σ’ αυτήν την

αντιπαράθεση; Μπροστά στον πατριωτισμό, είναι γνωστό, κάθε κριτική οφείλει να

σωπαίνει. Βολικό πράγμα πάντως κι είναι να απορείς, πού τον αγοράζουν

κοψοχρονιά μερικοί μερικοί και μας τον πετάνε στα μούτρα χύμα, κι άλλοι δεν

βρίσκουν ούτε δράμι να επικαλεστούν, για τα αυτονόητα. Μέσα στο γενικό κλίμα

θριάμβου, να και το υπουργείο Τουρισμού, ξανάρχισε το τροπάρι, ότι στα ξένα

δεν έχει νόημα, Ελλάδα και πάλι Ελλάδα. Αρνητική διαφήμιση λέγεται αυτό,

ακούγονται πρώτα μερικά ακαταλαβίστικα γαλλικά ή ιταλικά, κι ύστερα το

συμπέρασμα: «στα ξένα δεν έχει νόημα». Και νόημα μπορεί να μην έχει, έχει όμως

ατμόσφαιρα, και με την πρώτη γαλλική ή ιταλική λέξη μπορεί να σε πιάσει

νοσταλγία για το Παρίσι ή τη Ρώμη. Θα πρέπει να σβήσει τις ταξιδιωτικές

αναμνήσεις το υπουργείο, να φτιάξει την αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού,

για να πειστούμε. Ακόμα και την Ελλάδα τη βλέπεις καλύτερα από τα ξένα. Είναι

αναγκαία η αποστασιοποίηση, αλλά δεν μπορούμε να την κάνουμε όσο συχνά

φαντάζεται το υπουργείο.