H διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου και η ανάδειξη του νέου

ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε λίγες εβδομάδες, φέρνουν στην επικαιρότητα τα

προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας και τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο

διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι.

H ζώνη του ευρώ έχει ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό: την έλλειψη ευελιξίας. Και

με αυτό δεν εννοώ μόνο την ακαμψία μισθών και τιμών, που σε μεγάλο βαθμό

αντανακλά την προσπάθεια των εργατικών συνδικάτων για εισοδηματική προστασία

των μελών τους και την προσπάθεια των επιχειρήσεων για προστασία των ποσοστών

κέρδους τους σε μια ευρωπαϊκή αγορά με έντονο κατακερματισμό και χαμηλή ένταση

ανταγωνισμού. Εννοώ επίσης – και εννοώ κυρίως – την απροθυμία ή και το

ανέφικτο της χρήσης όλων των διαθέσιμων μέσων οικονομικής πολιτικής, την

έλλειψη επιθυμίας συνεργασίας και συντονισμού των δημοσιονομικών και των

νομισματικών αρχών αλλά και την έλλειψη επαρκούς προόδου στην υλοποίηση

θεσμικών μεταρρυθμίσεων που θα ενίσχυαν τη συνολική προσφορά προϊόντων και

υπηρεσιών.

Το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. H ευρωπαϊκή οικονομία είναι περίπου

στάσιμη, το ποσοστό ανεργίας της κοντά στο 9%, ενώ οι επενδύσεις σε εξοπλισμό

σε μείζονες (οικονομικά) χώρες της ζώνης του ευρώ μειώνονται δραματικά τα

τελευταία χρόνια. Οι μη ικανοποιητικές οικονομικές επιδόσεις της ευρωζώνης

μειώνουν, εκ των πραγμάτων, την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επηρεάσει

τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, οι οποίες εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους

για την ευστάθεια του διεθνούς οικονομικού και νομισματικού συστήματος.

Πράγματι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των Ηνωμένων

Πολιτειών της Αμερικής ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει πλέον φτάσει στο ύψος – ρεκόρ

του 5%, ενώ παρόμοιο είναι και το δημοσιονομικό της έλλειμμα. Το δολάριο δεν

έχει (ακόμα) καταρρεύσει κάτω από το βάρος αυτών των δυσθεώρητων, για τα

ιστορικά δεδομένα, ελλειμμάτων, διότι στηρίζεται από τις μαζικές αγορές

αμερικανικών ομολόγων από ορισμένες ασιατικές χώρες, και ιδιαίτερα την Κίνα,

που έχουν προσδέσει απόλυτα το νόμισμά τους στο δολάριο. Οι χώρες αυτές

αρνούνται να ανατιμήσουν το νόμισμά τους παρά τα μεγάλα εμπορικά τους

πλεονάσματα, τα οποία ανακυκλώνουν επενδύοντάς τα κυρίως στο δολάριο.

Αυτή, όμως, η κατάσταση έχει πιθανότατα ημερομηνία λήξης, με απρόβλεπτες

συνέπειες. Επίσης, έχει οδηγήσει το διεθνές οικονομικό σύστημα σε μία

σημαντική στρέβλωση: H πλουσιότερη χώρα του πλανήτη, οι ΗΠΑ, έχουν το

μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ, το

οποίο χρηματοδοτείται από εισροές βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων από πολύ φτωχότερες

από αυτήν ασιατικές χώρες. Δηλαδή, οι Κινέζοι ή οι Κορεάτες πολίτες στηρίζουν

με τις αποταμιεύσεις τους την κατανάλωση τού, κατά πολύ πλουσιότερου,

Αμερικανού πολίτη. Είναι, επίσης, προφανές ότι ούτε αυτή η κατάσταση μπορεί να

συνεχίζεται επ’ άπειρον.

Και η ευρωπαϊκή και η διεθνής οικονομία χρειάζονται επείγουσες αλλαγές. Στην

ευρωζώνη, προκειμένου να ανακάμψει το συνολικό προϊόν σε συνθήκες χαμηλού

πληθωρισμού, χρειαζόμαστε πάνω από όλα ένα περισσότερο ευέλικτο και ρεαλιστικό

Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που θα λαμβάνει ικανοποιητικά υπόψη τον

οικονομικό κύκλο, τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ αλλά και την τάση μείωσής

του, όπως και την ανάγκη για μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις για τη βελτίωση

των υποδομών. Χρειαζόμαστε δευτερευόντως μια περισσότερο εποικοδομητική και

ειλικρινή συνεργασία μεταξύ των δημοσιονομικών αρχών και της Ευρωπαϊκής

Κεντρικής Τράπεζας (EKT). H συνεργασία αυτή δεν σημαίνει ότι καταλύεται η

θεσμική ανεξαρτησία της EKT όπως ορισμένοι πιστεύουν. H συνεργασία αυτή πρέπει

επίσης να δέχεται ότι η νομισματική πολιτική ασκείται με βάση κανόνες. Οι

κανόνες όμως αυτοί πρέπει να είναι ευέλικτοι, δηλαδή να λαμβάνουν υπόψη τις

κυκλικές συνθήκες στην οικονομία και ενδεχόμενους εξωγενείς κλυδωνισμούς.

Είναι γνωστό ότι πολλοί δεν επιθυμούν τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ

των δημοσιονομικών αρχών και της EKT, στηριζόμενοι σε ορισμένα, μάλλον

απλοϊκά, οικονομικά, πολιτικά και νομισματικά ακαδημαϊκά υποδείγματα. Όμως,

βασικές αρχές ρεαλισμού και η ύπαρξη συνεργειών επιβάλλουν τη συνεργασία αυτή,

αφού το συνολικό προϊόν είναι κάτω από το δυνητικό του επίπεδο, και ο

πληθωρισμός παραμένει χαμηλός.

Ηπιο ευέλικτη χρήση των μέσων της οικονομικής πολιτικής που ανήκουν στην

πλευρά της συνολικής ζήτησης, δηλαδή της δημοσιονομικής και της νομισματικής

πολιτικής, είναι αναγκαία συνθήκη για την ανάκαμψη στην ευρωζώνη, μπορεί να

βελτιώσει το οικονομικό κλίμα και τις προσδοκίες και να αποκαταστήσει την

εμπιστοσύνη των πολιτών στην ικανότητα της οικονομικής πολιτικής να επηρεάσει

θετικά την οικονομία. Πρέπει όμως να υποβοηθηθεί και από μεταρρυθμίσεις από

την πλευρά της συνολικής προσφοράς που αυξάνουν την αποτελεσματικότητα του

δημόσιου τομέα, υποβοηθούν την προσαρμοστικότητα της αγοράς εργασίας,

λαμβάνουν υπόψη την γήρανση του πληθυσμού και την αύξηση του προσδόκιμου της

ζωής, βελτιώνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και εκσυγχρονίζουν το

ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας των αγορών.

Είναι γεγονός ότι, σε πολλές χώρες της ευρωζώνης, τόσο τα εργατικά συνδικάτα

όσο και πολλοί πολίτες είναι γενικά αντίθετοι με πολλά από τα μέτρα που

ανήκουν στην πλευρά της προσφοράς, και ιδιαίτερα με μέτρα που αφορούν την

αγορά εργασίας και το ασφαλιστικό. Ορισμένες από τις αντιδράσεις αυτές

οφείλονται στο φόβο ότι θα καταλυθεί το κράτος πρόνοιας της μεταπολεμικής

περιόδου. Όμως αυτό δεν πρέπει να συμβεί, ούτε πρέπει να είναι το περιεχόμενο

κάποιας «κρυφής ατζέντας». Οι αλλαγές αυτές πρέπει να γίνουν μέσα σε

συναινετικό πλαίσιο, αλλιώς κινδυνεύουν να μη γίνουν καθόλου. Προϋπόθεση για

αυτό είναι η ύπαρξη «αντισταθμιστικών πολιτικών» που αποζημιώνουν τους

εργαζόμενους, ιδιαίτερα τους φτωχότερους, που ενδεχομένως θίγονται από τις

θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Επίσης, η ύπαρξη κοινωνικών μηχανισμών για την

εξεύρεση συμβιβαστικών λύσεων κατά το σκανδιναβικό πρότυπο βοηθά την υιοθέτηση

τέτοιων μεταρρυθμίσεων. Γενικά το σκανδιναβικό πρότυπο δείχνει ότι είναι

εφικτές μεταρρυθμίσεις μέσα σε πλαίσιο ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων. Οι

μεταρρυθμίσεις αυτές μπορεί να εξασφαλίσουν σημαντικά οικονομικά οφέλη από την

αύξηση της παραγωγικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέρος των οποίων μπορεί και

πρέπει να αφιερωθεί στη χρηματοδότηση αναδιανεμητικών πολιτικών.

H ανάκαμψη της ευρωζώνης πέρα από το όφελος για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση

θα βοηθήσει στο να αναβαθμιστεί ο ρόλος της Ευρώπης στη διεθνή οικονομική

σκηνή αλλά και να επιτευχθεί μια καλύτερη διεθνής κατανομή των πόρων.

Πράγματι, ένας από τους λόγους που αρκετοί αντιδρούν σήμερα στην (αναγκαία,

για λόγους ευστάθειας) μείωση του τεράστιου δημοσιονομικού ελλείμματος των ΗΠΑ

(και στη συνακόλουθη μείωση του τεράστιου ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών

τους) είναι ότι αυτό αποτελεί την ατμομηχανή της αμερικανικής αλλά και της

διεθνούς οικονομίας, που αν σταματήσει θα οδηγήσει ενδεχομένως σε παγκόσμια

ύφεση. Αν όμως η ευρωζώνη ανακάμψει επαρκώς με την άσκηση μιας περισσότερο

ρεαλιστικής και ευέλικτης οικονομικής πολιτικής μπορεί να γίνει και αυτή

ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης. Επιπλέον, θα συμβάλλει στη μείωση του

ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ, και επομένως θα μειώσει τον

κίνδυνο μιας απότομης προσγείωσης του δολαρίου που θα απειλήσει σοβαρά την

ευστάθεια της διεθνούς οικονομίας αλλά και της ίδιας της ευρωζώνης.

Για να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να διαδραματίσει το ρόλο που της αξίζει,

ιδιαίτερα μετά τη διεύρυνση, στη διεθνή οικονομία και τη διεθνή πολιτική

σκηνή, πρέπει πρώτα από όλα να αποδείξει ότι μπορεί να επηρεάσει θετικά τις

εξελίξεις στη χειμαζόμενη δική της οικονομία. Οι ιστορικές ευθύνες της είναι

πολύ μεγάλες.

O κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο

Αθηνών, προέδρος του Ομίλου Προβληματισμού για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας