Φθάνοντας στην πρωτεύουσα της υπερδύναμης από την ειρηνική Ευρώπη, βλέπω τρία

πράγματα. Η Ουάσιγκτον βρίσκεται σε πόλεμο. Η Ουάσιγκτον πιθανότατα θα πάει σε

πόλεμο. Και η Ουάσιγκτον αρχίζει να σκέπτεται για μια ειρήνη με την οποία θα

λήξουν και οι δύο πόλεμοι – ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και ο πιθανός

πόλεμος με το Ιράκ. Οι άνθρωποι στην Ευρώπη, και στον υπόλοιπο κόσμο, πρέπει

να ξυπνήσουν και να αντιμετωπίσουν και τις τρεις αυτές πραγματικότητες.

Όταν λέω η Ουάσιγκτον βρίσκεται σε πόλεμο, δεν εννοώ ολόκληρες τις ΗΠΑ. Εννοώ

αυτήν εδώ την Ουάσιγκτον, αυτήν την παγωμένη, αριστοκρατική, παθιασμένη πόλη –

και ειδικότερα τις ρεπουμπλικανικές ελίτ της.

Η Ουάσιγκτον λοιπόν βρίσκεται σε πόλεμο. Έχει να διεξάγει δύο πολέμους. Αλλά η

Ουάσιγκτον δεν κάθεται απλώς, νιώθοντας φόβο. Δεν προετοιμάζεται απλώς να

ξεκινήσει πόλεμο κατά του Ιράκ. Έχοντας συνειδητοποιήσει απόλυτα ότι είναι η

αυτοκρατορική πρωτεύουσα της πιο ισχυρής χώρας στην ιστορία του κόσμου,

αρχίζει επίσης να σκέπτεται πολύ για τον δρόμο προς μια ειρήνη που υποτίθεται

πως θα σημάνει το τέλος και των δύο πολέμων. Μια κυβέρνηση που ήρθε στην

εξουσία, ούσα αντίθετη ιδεολογικά προς την αμερικανική ανάμειξη στην

ανοικοδόμηση νέων καθεστώτων σε ξένες χώρες, είναι πλέον φανερά δεσμευμένη

στην επί μακρόν οικοδόμηση νέου καθεστώτος στο μεταπολεμικό Ιράκ.

Και αυτά μονάχα για αρχή. Ο κόσμος εδώ μιλάει ήσυχα για ένα σχέδιο

αναδιαμόρφωσης ολόκληρης της Μέσης Ανατολής, ένα σχέδιο που φιλοδοξεί να γίνει

όπως ήταν εκείνα τα σχέδια για την Ευρώπη, το 1919 και το 1949. Οι κουρασμένοι

από τον κόσμο Ευρωπαίοι και οι λαοί της Μέσης Ανατολής μπορεί να αμφιβάλουν

για το κατά πόσον αυτή η ιδέα είναι πραγματοποιήσιμη και για το κατά πόσον οι

ΗΠΑ συγκεκριμένα έχουν τη δυνατότητα να την υλοποιήσουν και να την

ολοκληρώσουν. Αλλά εμείς οι Ευρωπαίοι θα ξοδεύαμε καλύτερα τον χρόνο μας

σκεπτόμενοι πώς να συμπληρώσουμε και να βελτιώσουμε το σχέδιο αυτό.