Με δεδομένο ότι, στο αμυντικό δόγμα της Τουρκίας, το πολιτικό Ισλάμ ορίζεται –

από το 1995 – ως πρώτιστος εσωτερικός εχθρός, το ερώτημα αν θα «επιτραπεί»

στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αναλάβει την εξουσία, πλανιόταν στην Άγκυρα από

τον Αύγουστο του 2001, όταν ο ισλαμιστής πρώην δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης

ίδρυσε το δικό του κόμμα – το Λευκό Κόμμα.

Έγινε γνωστό, το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής, ότι η απάντηση είναι

αρνητική. Το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο αποφάσισε, με 4 ψήφους υπέρ και 3

κατά, ότι ο Ερντογάν δεν μπορεί να συμμετέχει στις εκλογές, «επειδή το άρθρο

76 του τουρκικού Συντάγματος, απαγορεύει την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων

τους σε άτομα που έχουν καταδικαστεί για ιδεολογικούς λόγους». Ο Ερντογάν είχε

καταδικαστεί το 1996 για «υποκίνηση δράσης με σκοπό την ανατροπή του

συνταγματικού καθεστώτος».

Έτσι, αν και – όπως δείχνει το σύνολο των σφυγμομετρήσεων – το Λευκό Κόμμα

είναι υποψήφιο να έρθει πρώτο – με μεγάλη διαφορά από όλα τα άλλα – στις

επερχόμενες εκλογές, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν θα μπορέσει να αναλάβει

πρωθυπουργικά καθήκοντα.

«Θα αποφασίσει ο λαός» ήταν η πρώτη αντίδραση του Ερντογάν στην απόφαση,

δίνοντας το μήνυμα ότι θα κάνει την απαγόρευση ένα από τα κύρια θέματα της

προεκλογικής του εκστρατείας. Ο πρόεδρος του Λευκού Κόμματος αποσαφήνισε

επίσης ότι θα ηγηθεί της εκστρατείας του κόμματός του ως την ημέρα των εκλογών

– αυτό δεν του απαγορεύεται – και δεν θα κατονομάσει «αντικαταστάτη» του παρά

μόνο μετά την ανακοίνωση της έκβασης των πρόωρων εκλογών της 3ης Νοεμβρίου.

Όμως, στην Άγκυρα, αμέσως μετά την ανακοίνωση των ονομάτων των απαγορευμένων

υποψηφίων (γύρω στους εξήντα, μεταξύ των οποίων και ο Νετζμετίν Ερμπακάν, που

κατέβαινε ως ανεξάρτητος, ο πρόεδρος του φιλοκουρδικού Χαντέπ Μουράτ Μποζλάκ

και ο πρόεδρος του Κόμματος Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας Ακίν Μπιρντάλ),

αναθερμάνθηκε η κίνηση για την «αναβολή των εκλογών και τη μείωση του

εκλογικού ορίου (10%)». Πρόκειται για μια μικρή, αλλά, σοβαρή πιθανότητα.