Η εξάρθρωση της 17Ν ήταν το γεγονός που σημάδεψε το φετινό καλοκαίρι. Με τη

σύλληψη των μελών του κεντρικού πυρήνα της πιο αδίστακτης τρομοκρατικής

οργάνωσης, η χώρα απαλλάχθηκε από ένα άγος και βλέπει το μέλλον της με

περισσότερη αισιοδοξία. Η εξάρθρωση της 17Ν ήταν το γεγονός που σημάδεψε το

φετινό καλοκαίρι.

Ωστόσο, πέρα από την αστυνομική και τη δικαστική της διάσταση, η εξάρθρωση

της 17Ν λειτούργησε και ως αφορμή για απολογισμούς στάσεων, για έναν ατομικό

και συλλογικό αναστοχασμό χωρίς προηγούμενο, τόσο στο πολιτικό όσο και στο

ηθικό επίπεδο. Από τις 29 Ιουνίου, έχει κανείς την εντύπωση ότι λύθηκαν

γλώσσες και έπεσαν ταμπού τα οποία, ώς πριν από λίγο, έμοιαζαν ακλόνητα. Ποια

είναι η σχέση μας ως λαού με τη βία; Γιατί επί τόσο μακρό διάστημα η

δολοφονική δράση της 17Ν μάς άφησε μάλλον ασυγκίνητους; Πώς αξιολογείται η

δράση των διωκτικών αρχών και πώς αντέδρασε η κοινωνία κατά το τελευταίο

δίμηνο;

Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος επιχειρεί μια πρώτη αποτίμηση σε τρία άρθρα γραμμένα

ειδικά για «ΤΑ ΝΕΑ». Το πρώτο από αυτά δημοσιεύεται σήμερα.

Τον περασμένο Ιούνιο επισκέφθηκε την Αθήνα ο Αμερικανός καθηγητής Σ.

Χάντιγκτον, γνωστός στην Ελλάδα κυρίως από το βιβλίο του «Η σύγκρουση των

πολιτισμών». Σε συνάντηση που είχε με Έλληνες πανεπιστημιακούς, ρωτήθηκε πώς

αξιολογεί την τρομοκρατική ενέργεια της 11ης Σεπτεμβρίου μετά τη νίκη των ΗΠΑ

στο Αφγανιστάν. Ούτε ο Μπιν Λάντεν, είπε, ούτε οι τρομοκράτες της Αλ Κάιντα

εκφράζουν το Ισλάμ. Απεναντίας, τόνισε, αυτά που ενώνουν τη Δύση με τους

Άραβες ήταν ανέκαθεν πολύ περισσότερα από αυτά που τους χωρίζουν. «Αυτά πρέπει

να αναδεικνύουμε», υπογράμμισε. «Τότε», επανήλθε ο Έλληνας συνομιλητής του,

«γιατί δεν προβάλλετε τις συγγένειες των πολιτισμών, αλλά αντίθετα επιμένετε

στη σύγκρουσή τους;». «Διότι έτσι εφιστώ την προσοχή σε έναν κίνδυνο που θέλω

να αποτρέψω», απάντησε ο Σ. Χάντιγκτον. Το μόνο που δεν είπε ο διάσημος

Αμερικανός καθηγητής είναι ότι ένα βιβλίο με τίτλο «Οι συγγένειες των

πολιτισμών» δεν θα είχε την παραμικρή πιθανότητα να ανταγωνισθεί κυκλοφοριακά

τη «Σύγκρουσή» τους και να γίνει κι αυτό διεθνές best seller.

Η σύγκρουση λοιπόν τραβάει και η βία γοητεύει όχι μόνο τον απλό τηλεθεατή,

αλλά και αυτούς ακόμη που εξ επαγγέλματος έχουν ταχθεί να την αποτρέψουν. Το

ίδιο και ωμότερη συμπύκνωση της βίας, η τρομοκρατία. Το όψιμο, συνεπώς,

ενδιαφέρον των Ελλήνων για τη 17Ν και την εξάρθρωσή της δεν θα πρέπει να

εκπλήσσει.

Αντίθετα, εκείνο που προκαλεί τεράστια ερωτηματικά είναι η εντυπωσιακή

αδιαφορία της κοινής γνώμης στη χώρα μας απέναντι στην τρομοκρατία επί δύο

σχεδόν δεκαετίες. Ενώ για την παραμικρότερη εκτροπή κρατικού οργάνου

διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί και καλλιτέχνες υπογράφαμε καταγγελίες,

οργανώναμε συναυλίες και κατεβαίναμε σε συλλαλητήρια, απέναντι στη 17Ν

σταθήκαμε έως πρόσφατα εκκωφαντικά απαθείς. Πού να οφείλεται άραγε η κραυγαλέα

αυτή αντινομία;

Για μεν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η απάντηση είναι νομίζω εύκολη: με

τις τρομοκρατικές ενέργειες εκείνης της περιόδου έκλεινε ο κύκλος της βίας που

είχε ανοίξει η δικτατορία. Δεν άνοιγε ένας καινούργιος κύκλος. Πολύ

περισσότερο που, έως το 1980, οι στόχοι των τρομοκρατών ήταν προσεκτικά

επιλεγμένοι και οι «παράπλευρες» συνέπειες των εγκλημάτων τους σχεδόν

μηδενικές.

Όμως, για την εικοσαετία που ακολούθησε, η εξήγηση αυτή δεν ισχύει. Στο

στόχαστρο των τρομοκρατών μπήκαν τώρα επιχειρηματίες, εκδότες, δικαστές και

πολιτικοί, η εξόντωση των οποίων άνοιγε έναν καινούργιο κύκλο βίας. Υπήρξαν

επιπλέον και τυχαία θύματα. Η τρομοκρατία προέβαλλε έτσι σαν μια εναλλακτική

μορφή πολιτικής αντιπαράθεσης. Και τούτο σε μιαν εποχή όπου, μετά την άνοδο

του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, όλα έδειχναν ότι, για πρώτη φορά ύστερα από πολλές

δεκαετίες, ο ελληνικός λαός αποδοκίμαζε στη συντριπτική του πλειοψηφία την

ένοπλη βία ως μέσο πολιτικής πάλης.

Ορισμένοι αποδίδουν την παρατεταμένη αυτή αδιαφορία στο ότι η τρομοκρατία δεν

απέκτησε ποτέ στη χώρα μας το μαζικό έρεισμα που αλλού ­ όπως στην Ιταλία της

δεκαετίας του 1970 ­ την είχε καταστήσει παράγοντα των πολιτικών εξελίξεων.

Ήταν, ως εκ τούτου, αναμενόμενο η 17Ν να μην απασχολεί σοβαρά κανέναν πέρα από

τα άμεσα θύματά της (Γ. Βούλγαρης). Άλλοι, πάλι, προσάπτουν την αδιαφορία στο

μισαλλόδοξο κλίμα που επέβαλε στον τόπο ο «αυριανισμός» στο δεύτερο μισό της

δεκαετίας του 1980· ένα κλίμα που ο εθνικιστικός λαϊκισμός του επίσημου ΠΑΣΟΚ

εκείνης της περιόδου κάθε άλλο παρά αποθάρρυνε. Άλλοι, τέλος, μιλούν για

επιβίωση των αντανακλαστικών του αντιδικτατορικού αγώνα αν όχι και της

μετεμφυλιακής περιόδου στους κόλπους μιας Αριστεράς άτολμης και ανέτοιμης να

αντιληφθεί ότι, μετά το 1974, τα πράγματα είχαν αλλάξει (Μ. Θεοδωράκης). Όσο

για τους συνομηλίκους του Αλ. Γιωτόπουλου, τους συναγωνιστές (;) του από τα

χρόνια του Παρισιού, δεν μπόρεσαν ακόμη να μας δώσουν πειστικές εξηγήσεις,

αλλά μόνον ψυχογραφήματα.

Σε ό,τι με αφορά, θα απέδιδα την προκλητική αυτή αδιαφορία σε έναν ακόμη

παράγοντα: στα ελλείμματα των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους στην Ελλάδα

της τελευταίας εικοσαετίας, ιδίως έναντι των κάθε είδους ισχυρών. Δεν

αναφέρομαι στα γνωστά χάλια της Δημόσιας Διοίκησης. Ούτε στη μεγάλη οικονομική

παραβατικότητα, η οποία, ούτως ή άλλως, απολαμβάνει κάποιας de facto ασυλίας

σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Υπαινίσσομαι τη συστηματική παραβίαση βασικών

κανόνων της οικονομικής και γενικότερα της δημόσιας ζωής του τόπου από μια

διαρκώς αναπαραγόμενη κατηγορία ατόμων – επιχειρηματιών της «αρπαχτής» και όχι

μόνο – που συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονται πάνω από τον νόμο. Και τούτο σε

πεδία τόσο διαφορετικά όσο η φορολογία, η πολεοδομία, η υγεία, ο ανταγωνισμός,

ακόμη και ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας. Και μάλιστα όχι εν κρυπτώ και

παραβύστω, αλλά με μια νεοπλουτίστικη έπαρση που προκαλεί βάναυσα το δημόσιο

αίσθημα.

Υπό τις συνθήκες αυτές, όσο και αν ηθικά αποδοκιμαζόταν, ο τρομοκράτης εύρισκε

μιαν αναπάντεχη ανοχή ως «τιμωρός» σε πλατιά στρώματα της κοινής γνώμης,

διανοουμένων συμπεριλαμβανομένων. Σε στρώματα δηλαδή που τον έβλεπαν όχι ως

απαίσιο εγκληματία – όπως πράγματι ήταν – αλλά ως υποκατάσταστο των μηχανισμών

λογοδοσίας, ελέγχου και κύρωσης οι οποίοι, όταν δεν ήταν καχεκτικοί, ήταν

απλώς ανύπαρκτοι.

Είναι φανερό ότι, αν η ερμηνεία αυτή ευσταθεί, το καλύτερο αντίδοτο στην κρυφή

γοητεία που ασκούν οι αυτόκλητοι τιμωροί δεν είναι άλλο από το αποτελεσματικό

κράτος, τα καλά δικαστήρια, τον Συνήγορο του Πολίτη και τα άλλα αντίβαρα στην

εξουσία των εκάστοτε κυβερνώντων. Με άλλα λόγια, δεν είναι άλλο από την

εμπέδωση ενός πραγματικού κράτους δικαίου.

Μοιραία, η σκέψη αυτή υποδεικνύει μιαν άλλη πτυχή της ελληνικής ιδιομορφίας,

τις ευθύνες των νομικών.

Ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.