Μ’ αρέσει το ξενύχτι. Το συνήθισα από μικρή, όταν δούλευα μεταμεσονύκτιες ώρες

στην εφημερίδα. Ερχόταν ο οδηγός Θόδωρος, ο καλός μας Θόδωρος, και μας μάζευε,

περασμένα μεσάνυχτα, από τα σπίτια μας για να μας πάει στο γραφείο – όσους

έκαναν νυχτερινή βάρδια και ανέβαιναν στο τυπογραφείο ξημερώματα για να

κλείσουν σελίδες, πριν πάει το φύλλο της ημέρας στο πιεστήριο. Περιμένοντας

τον Θόδωρο να χτυπήσει το κουδούνι, διάβαζα για τη Σχολή. Κάπου εκεί, κοντά

στα μεσάνυχτα, άκουγα τον θόρυβο του απορριμματοφόρου και τις πνιχτές φωνές

των εργαζομένων στην καθαριότητα που μάζευαν τα σκουπίδια. Μ’ έναν τρόπο, είχα

δεθεί μ’ αυτούς τους άγνωστους, τον θόρυβο του σκουπιδιάρικου και τις πνιχτές

φωνές. Και χρόνια αργότερα, όταν πάλι – ή, μάλλον, ακόμη – ξενυχτούσα

διαβάζοντας στο σπίτι, ο ίδιος θόρυβος, οι ίδιες φωνές, αν και σε άλλη

γειτονιά πια, μ’ έκαναν να νιώθω σεβασμό και ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς τους

ανθρώπους που ξενυχτούσαν και έκαναν μια άχαρη δουλειά για να είναι η πόλη

καθαρή. Όσο γίνεται να ‘ναι καθαρή μια πόλη σαν την Αθήνα που και σήμερα

μάλλον στις βρώμικες συγκαταλέγεται. Κι αυτό, γιατί δεν έχει μπορέσει ο Δήμος

της να οργανώσει τις υπηρεσίες καθαριότητας στα πρότυπα των σύγχρονων

ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Και αλίμονο, κάθε τόσο η πόλη ασφυκτιά, πνίγεται σε

τόνους αμάζευτων – λόγω απεργίας – σκουπιδιών, γιατί ακριβώς στις προσλήψεις

και στην κατανομή εργασίας για την καθαριότητα δεν έχει μπει τάξη.

Και τούτες τις μέρες πάλι, το ίδιο το διαιωνιζόμενο πρόβλημα σέρνεται σε οδούς

και σταυροδρόμια της πρωτεύουσας που μοιάζει με ανοιχτή χωματερή. Και όλοι οι

υπεύθυνοι κοιτάζουν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση. Δημοτικές εκλογές

έρχονται, όποιος προλάβει από τα σκουπίδια!