Όταν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ εξήγγειλε την πρόωρη διεξαγωγή του Συνεδρίου του

κυβερνώντος κόμματος, οι αντιδράσεις υπήρξαν ποικίλες. Οι περισσότερες από

αυτές, βέβαια, σχετίζονται κυρίως ή και αποκλειστικά με εσωκομματικές

διεργασίες. Ωστόσο η σημαντικότερη αμφισβήτηση της συγκεκριμένης επιλογής

παρουσιάζει ευρύτερο ενδιαφέρον, καθώς αγγίζει μια σημαντικότατη πτυχή της

λειτουργίας του πολιτεύματος. Ας την διατυπώσουμε επιγραμματικά: Είναι

δυνατόν, λέχθηκε από πολλές πλευρές εντός και εκτός ΠΑΣΟΚ, ένας πρωθυπουργός,

που έχει νωπή την εντολή του εκλογικού σώματος, να αγνοεί τη φωνή της λαϊκής

κυριαρχίας και να καταφεύγει στο στενό σώμα συνέδρων για να επιλύσει τα όποια

προβλήματα δυσλειτουργιών της κυβέρνησής του; Η απορία είναι ευλογοφανής, αλλά

η αφετηρία της είναι εσφαλμένη, καθώς εκκινεί από μια θεμελιώδη παρανόηση ως

προς την υφή της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: Ο λαός στις εκλογές

δεν ψηφίζει κατ’ αρχήν ούτε πρωθυπουργό ούτε βουλευτές. Ψηφίζει κόμμα, το

οποίο αποτελεί τον απαραίτητο θεσμικό και πολιτικό διαμεσολαβητή για την

ανάδειξη τόσο του πρωθυπουργού ­ και δι’ αυτού της κυβέρνησης ­ όσο και των

βουλευτών.

Πράγματι, στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται

στο επίκεντρο όλων των σχετικών διεργασιών. Ο πρωθυπουργός δεν είναι ο

εκλεκτός του λαού, γενικά και αόριστα. Είναι ο αρχηγός του κόμματος που

πλειοψηφεί στις εκλογές ή όποιος υποδειχθεί από αυτό, αν τυχόν ισχύει σύστημα

δυαρχίας. Αλλά και οι βουλευτές εκλέγονται μεν από τον λαό, όταν ισχύει

σύστημα σταυρού προτίμησης, αλλά μεταξύ ενός στενού κύκλου προσώπων που έχει

ήδη προεπιλέξει το κόμμα. Η προεπιλογή αυτή, μάλιστα, είναι και η τελική, όταν

ισχύει το σύστημα της «λίστας». Όταν λοιπόν ο ρόλος των κομμάτων είναι τόσο

ζωτικός για τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, είναι απολύτως

εύλογο ένας πρωθυπουργός που αισθάνεται αμφισβήτηση εκ των ένδον, σε ό,τι

αφορά την πορεία της κυβέρνησής του, να προσφεύγει εσπευσμένα στο ανώτατο

όργανο του κόμματός του. Να ζητάει δηλαδή, μέσα από συλλογικές διαδικασίες,

την αποσαφήνιση του εσωκομματικού τοπίου και την επιβεβαίωση της πρωταρχικής

πολιτικής νομιμοποίησής του, ως προέδρου του κόμματος. Στο σημείο αυτό,

πάντως, κρίνουμε αναγκαίες δύο σημαντικές κατά την άποψή μας επισημάνσεις:

Η πρώτη είναι περισσότερο σημειολογική. Είναι γνωστή η προσπάθεια που είχε

καταβληθεί επανειλημμένα από κάποιους «κύκλους» του Πρωθυπουργού να

υπερτονισθεί ο ρόλος του ­ με αντίστοιχη υποτίμηση του ρόλου του στελεχικού

δυναμικού του κόμματος ­ για τις τελευταίες εκλογικές επιτυχίες. Με τη

συγκεκριμένη στάση του ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ φαίνεται να αποστασιοποιείται από

τέτοιες απόψεις και να αναγνωρίζει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι τόσο η νίκη στις

εκλογές όσο και η περαιτέρω διαχείρισή της δεν είναι προσωπική αλλά συλλογική

υπόθεση…

Η δεύτερη επισήμανση αφορά την ουσιαστική κατάληξη του Συνεδρίου, από την

οποία θα κριθεί εν τέλει και η αξιοπιστία των σχετικών εξαγγελιών. Ήδη το

πρώτο ορατό αποτέλεσμα της κίνησης αυτής, βοηθούσης βέβαια και της διεθνούς

συγκυρίας, είναι ο αισθητός κατευνασμός των πολιτικών παθών στους κόλπους του

κυβερνώντος κόμματος. Είναι προφανές, βέβαια, ότι από τη σκοπιά της λαϊκής

κυριαρχίας το ζητούμενο του Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ δεν είναι μια πρόσκαιρη

ανακωχή αλλά μια μακρόπνοη πολιτική συμφωνία, με αποσαφηνισμένους στόχους αλλά

και με συγκεκριμένες ιεραρχήσεις και προτεραιότητες ως προς την επίτευξή τους.

Και αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει, από όλες τις πλευρές, μια καθαρή και

κατηγορηματική απάντηση στο ερώτημα που ταλανίζει εδώ και μεγάλο διάστημα το

ΠΑΣΟΚ: πέρα από τις ­ υπαρκτές ­ διαχειριστικές ελλείψεις και αδυναμίες του

και πέρα από τις όποιες προσωπικές διαμάχες, υπάρχουν περιθώρια για τη

διαμόρφωση μιας εναλλακτικής πολιτικής, σε σχέση με την ασκούμενη; Οι εκδοχές

στην περίπτωση αυτή είναι τρεις:

Εκδοχή πρώτη: Να μην προταθεί εν τέλει τέτοια πολιτική, ούτε γενικά ούτε

ειδικά. Τότε το Συνέδριο έχει μπροστά του μια μοναδική επιλογή: να

εξουσιοδοτήσει τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, με «καθαρή» όπως ζήτησε εντολή,

προκειμένου να αντιμετωπίσει αποφασιστικά ­ αλλά και εν γνώσει του ότι δεν

υπάρχουν πλέον περιθώρια για μετάθεση ευθυνών ­ τις κυβερνητικές αδυναμίες και

τα «συντροφικά μαχαιρώματα».

Εκδοχή δεύτερη: Να κριθεί η ασκούμενη έως τώρα πολιτική ως κατά βάση ορθή, υπό

την προϋπόθεση όμως ότι θα γίνουν δεκτές ορισμένες σημαντικές βελτιώσεις (στην

κατεύθυνση αυτή, για παράδειγμα, φαίνεται να κινείται η αρκούντως τεκμηριωμένη

πρόταση των συνδικαλιστών). Αν δε οι βελτιώσεις αυτές υιοθετηθούν από το

Συνέδριο ­ ακόμη και σε αντιπαράθεση προς κάποιες κρατούσες απόψεις ­ μπορούν

να αποτελέσουν το δεσμευτικό πλαίσιο μιας διευρυμένης και ανανεωμένης

πολιτικής νομιμοποίησης της σημερινής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. Εννοείται βέβαια ότι

αυτοί που θα υποβάλουν τις προτάσεις θα έχουν και αυξημένη ευθύνη για τη

στήριξη της εφαρμογής τους…

Εκδοχή τρίτη: Να διατυπωθεί κατά τρόπο απτό, χωρίς αοριστίες και γενικολογίες,

το περίγραμμα μιας ριζικά εναλλακτικής πολιτικής. Στην περίπτωση αυτή οι

θεμιτές επιλογές είναι δύο. Είτε η πολιτική αυτή να υιοθετηθεί και από τη

σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ύστερα από πρόσφορη πολιτική διαπραγμάτευση, οπότε

στη συνέχεια το Συνέδριο θα κληθεί να επιβεβαιώσει τη νέα αυτή συμφωνία και να

του παράσχει ευρύτατη νομιμοποίηση για την πραγμάτωσή της. Είτε να εμμείνει ο

Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στον μονοδρομικό κατά βάση χαρακτήρα τής έως τώρα

ασκούμενης πολιτικής, οπότε οι προτείνοντες την εναλλακτική λύση οφείλουν αφ’

ενός να επιδιώξουν την επικράτησή της στο Συνέδριο και αφ’ ετέρου να

υποδείξουν, χωρίς περιστροφές, τον εκφραστή της, προκειμένου να διεκδικήσει

την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.

Οι ανωτέρω επιλογές, με βάση τις επιμέρους εκδοχές, πιστεύουμε πως είναι οι

μόνες που μπορούν να δικαιώσουν, ένθεν και ένθεν, το επικείμενο Συνέδριο του

ΠΑΣΟΚ. Κάθε άλλη στάση όχι μόνον δεν μπορεί να διεκδικήσει δάφνες ειλικρινούς

και ξεκάθαρης πολιτικής αλλά και εκ των πραγμάτων υπονομεύει, σε μια κρίσιμη

από κάθε άποψη στιγμή, μια πρωτοβουλία η οποία υπό κατάλληλες προϋποθέσεις θα

μπορούσε να αποβεί πολλαπλά χρήσιμη. Σε πρώτο επίπεδο για την απαραίτητη

βελτίωση του κυβερνητικού έργου, που δεν έχει άλλα περιθώρια υστερήσεων. Σε

δεύτερο δε επίπεδο για την αναζωογόνηση της ίδιας της πολιτικής, αφού όρος για

την πολυθρύλητη επιστροφή της είναι σε κάθε περίπτωση η ποιοτική αναβάθμιση

του κομματικού θεσμού, ως επικέντρου των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, αλλά

και ως προνομιακού πεδίου για την παραγωγή και την άσκηση της πολιτικής…

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Συνταγματικού

Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.