Σε προηγούμενα σημειώματά μας προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την ιδιαίτερη

σημασία που έχει για το μέλλον της δημοκρατίας η αναζωογόνηση της πολιτικής

συμμετοχής, προτείνοντας την προσεκτική υιοθέτηση θεσμών άμεσης δημοκρατίας.

Εξίσου σημαντική όμως, προς την κατεύθυνση ουσιαστικού εκδημοκρατισμού του

πολιτικού μας συστήματος, είναι και η ίδια η άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων

στο πλαίσιο των αντιπροσωπευτικών μας θεσμών και διαδικασικών. Στο σημείο αυτό

θα μπορούσαμε ειδικότερα να σημειώσουμε τα εξής:

Είναι αλήθεια ότι στην εν εξελίξει αναθεώρηση έχουν υιοθετηθεί ορισμένες

πρόσφορες λύσεις, τόσο ως προς τη διεύρυνση του δικαιώματος τού εκλέγειν όσο

και ως προς την αναδιάταξη των περιορισμών του εκλέγεσθαι. Ειδικότερα δε,

πρέπει να εξαρθεί η υπέρβαση ενός οιονεί συνταγματικού στρουθοκαμηλισμού ως

προς τους δημοσίους υπαλλήλους, που θα στρέψει το δικαιολογημένο ενδιαφέρον

για την ουδετερότητα και αμεροληψία τους εκεί που πράγματι εντοπίζεται το

πρόβλημα, δηλαδή στον χώρο άσκησης των καθηκόντων τους.

Μια συνταγματική πολιτική, όμως, που φιλοδοξεί να είναι τολμηρή και διορατική,

δεν νοείται να αρκείται μόνο στη διευθέτηση τέτοιων ζητημάτων. Το μείζον

πρόβλημα που αφοροά το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι είναι η ουσία της ανάδειξης των

αντιπροσώπων του λαού, και ειδικότερα η φαλκίδευση αυτής της ανάδειξης αφ’

ενός από τις πελατειακές σχέσεις και αφ’ ετέρου από μεγάλα μπλοκ οικονομικών

συμφερόντων, εθνικής ή/και τοπικής εμβέλειας. Διότι είναι βέβαια γνωστό και

πανθομολογούμενο, ότι τα τεράστια ποσά που δαπανώνται προϋποθέτουν εύλογα

αντίστοιχες χρηματοδοτήσεις από ιδιώτες και συνεπάγονται, επίσης εύλογα,

δουλείες και εξαρτήσεις από «διαπλεκόμενα» εν πολλοίς οικονομικά συμφέροντα.

Αν συνυπολογισθούν δε, ιδίως οι αξιώσεις υποταγής που εγείρουν οι ιδιοκτήτες

των τοπικών και κεντρικών ιδιωτικών ΜΜΕ, αντί για οικονομικά ανταλλάγματα ή

επιπροσθέτως προς αυτά, προκειμένου να προβάλλουν συγκεκριμένους υποψηφίους,

είναι προφανές ότι η χειραγώγηση της πολιτικής είναι ο κανόνας, ενώ η γνήσια

αντιπροσώπευση του λαού ισχύει μόνον εν μέρει και μόνο κατ’ εξαίρεση…

Είναι αλήθεια βέβαια ότι σε νομοθετικό επίπεδο έχει γίνει έως σήμερα κάποιες

προσπάθειες κατοχύρωσης της διαφάνειας των δαπανών ­ όχι όμως και των εσόδων ­

των υποψηφίων, πλην όμως το αποτέλεσμα, όπως είναι γνωστό, ήταν επί της ουσίας

μια παρωδία ελέγχου. Πολύ φοβούμαι δε, ότι θα παραμείνει τέτοια ακόμη και αν

κατοχυρωθεί συνταγματικά η έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα λόγω υπέρβασης

δαπανών, όπως ­ ορθά ­ προτείνεται από τις πολιτικές δυνάμεις. Η μόνη ριζική

λύση θα ήταν η βαθμιαία αντικατάσταση του σταυρού προτίμησης από τον

δεσμευμένο κομματικό συνδυασμό (ευρωελληνιστί «λίστα»), παρά τα όποια

προβλήματά της, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσαν να ξεπερασθούν με

την ενίσχυση της εσωκομματικής δημοκρατίας, και ιδίως με την αναβάθμιση των

συλλογικών διαδικασιών, εις βάρος της μονοκρατορίας των αρχηγών και τη

διασφάλιση ουσιαστικών συμμετοχικών διαδικασιών, μέσω ευρύτατων εκλεκτορικών

σωμάτων των επί μέρους κομμάτων. Προς την κατεύθυνση αυτή, μάλιστα, η

καθιέρωση του εν λόγω συστήματος αποτελεί μακροπρόθεσμα την ισχυρότερη

πρόκληση προς τις ηγεσίες των κομμάτων, κάτι που συχνά παραγνωρίζεται από τη

σχετική κριτική, που εκκινεί από μια στατική και όχι δυναμική θεώρηση της

εσωκομματικής δημοκρατίας.

Μια τέτοια λύση είναι προφανές ότι και τους εκλογείς σέβεται, προφυλλάσοντάς

τους από τις πελατειακές επιρροές, και τους υποψηφίους απελευθερώνει από

ποικίλες δουλείες και εξαρτήσεις αλλά και τον καθοριστικό συνταγματικό ρόλο

των κομμάτων αναγνωρίζει και αναδεικνύει. Επειδή όμως είναι δύσκολο και μάλλον

πρόωρο να επιβληθεί συνταγματικά, πριν δοκιμασθεί στην πράξη, θα μπορούσαν να

αναζητηθούν και ενδιάμεσες λύσεις προκειμένου να προετοιμασθούν οι πολιτικές

δυνάμεις προς μια τέτοια μελλοντική εξέλιξη (ιδίως σε ό,τι αφορά τον εσωτερικό

εκδημοκρατισμό τους και την επίλυση των ακανθωδών ζητημάτων που συνδέονται με

τη χρηματοδότησή τους και τις ποικίλες εξαρτήσεις και δεσμεύσεις που αυτή

συνεπάγεται).

Αναφερόμαστε ειδικότερα στην καθιέρωση είτε ενός μεικτού συστήματος (εν μέρει

σταυρός προτίμησης και εν μέρει «λίστα»), όπως ισχύει στη Γερμανία, είτε ενός

συστήματος ανατρεπόμενης «λίστας», που καταρτίζεται δηλαδή κατ’ αρχήν από τα

κόμματα αλλά η σειρά εκλογής των υποψηφίων είναι δυνατόν να ανατραπεί από το

εκλογικό σώμα, με δυνητικό σταυρό προτίμησης, όπως ισχύει σε πολλές ευρωπαϊκές

χώρες (βλ. αναλυτικά συγκριτικά στοιχεία στη μελέτη μας «Σύνταγμα και

Δημοκρατία την εποχή της «παγκοσμιοποίησης», Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2000).

Στην περίπτωση αυτή το Σύνταγμα θα μπορούσε απλώς να προβλέπει ότι μέρος των

βουλευτών, όχι μικρότερο από το ήμισυ του όλου αριθμού τους, θα αναδεικνύεται

με «λίστα» (καταργουμένων των βουλευτών Επικρατείας).

Έτσι η περαιτέρω εξειδίκευση θα επαφίεται στον κοινό νομοθέτη, με βάση το

γενικότερο εκλογικό σύστημα που θα επιλεγεί και υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι

θα πρόκειται για εκλογικό σύστημα συμβατό με μια τέτοια επιλογή, όπως θα δούμε

αναλυτικά σε επόμενο σημείωμά μας.

Ο Γ.Χ. Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.