Αναζητά τον δρόμο του τους τελευταίους μήνες το ελληνικό ποδόσφαιρο. Τον

δρόμο που έχει χάσει εδώ και δεκαετίες, παραμένοντας έτσι μακριά από τις

εξελίξεις στην Ευρώπη. Παντού το επίπεδο του ποδοσφαίρου είναι υψηλότερο. Εδώ

πρωταθλήτρια είναι η κουτοπονηριά και ουραγός η ποιότητα. Κάθε χρόνο το

ποδόσφαιρό μας σταυροκοπιέται παρακαλώντας να βγουν από την ευρωπαϊκή

κληρωτίδα βολικοί αντίπαλοι. Κι αν στους πρώτους αγώνες αυτό συνήθως γίνεται,

στις επόμενες φάσεις των διοργανώσεων έρχονται οι ισχυροί αντίπαλοι. Ισχυροί

σε όλα, στα γήπεδα και έξω από αυτά. Τότε οι μεγάλες ομάδες μας μοιάζουν με

νάνους. Κι έρχονται οι διαιτητές και μας αντιμετωπίζουν σαν συγκροτήματα

δεύτερης και τρίτης διαλογής. Την ώρα που κάνουμε όνειρα, τα χτυπητά λάθη μας,

αλλά και τα φαλτσοσφυρίγματα τοποθετούν ανυπέρβλητα εμπόδια. Οι ομάδες μας,

συνηθισμένες στα χάδια των Ελλήνων διαιτητών, μένουν με ανοιχτό το στόμα

περνώντας στη θέση των θυμάτων. Ας θυμηθούμε τον Γερμανό διαιτητή Χέλμουντ

Κρουγκ στον αγώνα Ολυμπιακού-Ρεάλ, που ξεπέρασε το πέναλτι στον Γιαννακόπουλο.

Αλλά και τον επίσης Γερμανό διαιτητή Μάρκους Μερκ, που δεν… είδε το πλονζόν

και την απόκρουση με το χέρι μέσα στην περιοχή του Βραζιλιάνου αμυντικού της

Ρεάλ, Ρομπέρτο Κάρλος. Ας θυμηθούμε και τον Αυστριακό διαιτητή Μπένκο στον

αγώνα Λυών-Ολυμπιακού, που αδίκησε τον πρωταθλητή Ελλάδας. Ας σταθούμε και στη

διαιτησία του Ιταλού Στέφανο Μπράσκι στον αγώνα Μπαρτσελόνα-ΑΕΚ. Ήταν

ιδιαίτερα αυστηρή στον πειθαρχικό έλεγχο μόνο για τους παίκτες της ΑΕΚ και

άδικη στην αποβολή του Καψή στο 29΄, που ανέτρεψε τις όποιες ισορροπίες.

Είναι ολοφάνερο ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο αντιμετωπίζεται ως φτωχός

συγγενής από την ευρωπαϊκή διαιτησία. Δεν αρκεί συνεπώς να φτιάξουμε αξιόπιστο

ποδόσφαιρο, επιβάλλεται να προωθήσουμε ικανούς παράγοντες στα κέντρα λήψης

αποφάσεων. Να αποκτήσουμε τη δική μας φωνή. Να μας αντιμετωπίσουν τουλάχιστον

πιο δίκαια. Όταν όμως καθυστερούμε να βρούμε τον δρόμο μας στο εσωτερικό, πώς

να κάνουμε έστω και ένα βήμα στο εξωτερικό;