Σκόπια. Ο παγωμένος βαλκανικός αέρας, αυτός που οι παραδοσιακοί αποκαλούν

βαρδάρη, έχει ήδη αρχίσει να εξορμά, ετοιμάζεται για την πλήρη κυριαρχία του.

Στη μέση της γέφυρας που ενώνει και χωρίζει την πόλη, ένα κομμάτι καφετί

χαρτόνι και πάνω του ένα παιδί, θα ‘ναι δε θα ‘ναι πέντε χρόνων, ξαπλωμένο στο

πλάι. Η φρίκη, όμως, για το «πολιτισμένο», «ευρωπαϊκό» βλέμμα δεν έχει

ολοκληρωθεί, το παιδί με το σώμα του καλύπτει ένα σχεδόν εντελώς γυμνό μωρό,

ενός έτους ίσως, διακρίνεται το μελανιασμένο από το κρύο κωλαράκι του. Το

μεγαλύτερο δίνει κάθε τόσο σφαλιάρες στο μικρό για να το υποχρεώσει να μένει

κολλημένο πάνω του, να ‘χει τη σωματική ζέστα τουλάχιστον.

Κανείς δεν δίνει σημασία, ούτε οι γυναίκες με τις μουσουλμανικές μαντίλες ούτε

οι «μοντέρνοι» νέοι, προσπερνούν και χαζεύουν τους πάγκους με τις λαθραίες

κολόνιες και τα ταλαίπωρα λούτρινα ζωάκια. Το στομάχι μου ανακατεύεται,

πλησιάζει επικίνδυνα τον λαιμό μου, θέλει να εκσφενδονισθεί στα βρώμικα νερά

του ποταμού, δεν ξέρω πού να κρύψω την ντροπή και τις ενοχές μου ­ ντροπή κι

ενοχές για τι, διότι γεννήθηκα λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα, μπάσταρδο κι εγώ δύο

«δημοκρατιών, αλλά με τροφή και ζέστη «καπιταλιστική». Διότι το Αννούλι

χαμογελάει μεταξύ πέμπτης και έκτης ­ ολόιδιας και κιτσάτης ­ κούκλας. Διότι

βγάζω το ψωμί μου περιγράφοντας κι αναλύοντας τα αίτια και τις προοπτικές της

βαλκανικής πραγματικότητας. Διότι υπάρχω, τελικά…

Μα, κυρίως, διότι αρνήθηκα τόσα χρόνια να δω κατάματα την απλή, απλούστατη

αλήθεια ­ ότι ο Τρίτος Κόσμος δεν είναι υπόθεση γεωγραφικής τοποθέτησης,

μακρινού στίγματος στον χάρτη και τις συνειδήσεις μας. Ότι τα Βαλκάνια δεν

είναι ξεχωριστά ή καθαγιασμένα επειδή πέφτουν στην αυλή μας. Είναι απλώς ο

δικός μας Τρίτος Κόσμος…