Είχε για τα καλά νυχτώσει όταν μπήκαμε στο τζιπ για να επιστρέψουμε από τη Μονή Ιβήρων στη Μονή Παντοκράτορος. Ο οικοδεσπότης και οδηγός μας – καλόγερος με διδακτορικό στη Γαλλία, πολυταξιδεμένος και πολυδιαβασμένος όπως καμπόσοι στο Aγιον Oρος – φόρτωνε στην καρότσα όποιον οδοιπόρο συναντούσαμε. «Σάλτα και εσύ πίσω, χωράς!». Φτάσαμε να ‘μαστε μια ντουζίνα οι επιβάτες – ο αγκώνας σου τριβόταν στα πλευρά του πλαϊνού σου – το όχημα αγκομαχούσε – «ε και να μας προδώσει, τι έγινε; Θα συνεχίσουμε με τα πόδια. Τραγουδώντας!» έκανε ο Παντοκρατορινός. «Πέντε ωρίτσες δρόμος και πολλές σου λέω. Κι έπειτα… τάξε μου!» μού χαμογέλασε σκανταλιάρικα. «Θα σε πάω κατευθείαν στον όρθρο!». Του άρεσε να με πειράζει. Με αντιμετώπιζε όπως ο σκληραγωγημένος ποντικός της εξοχής τον φλώρο ποντικό της πόλης.

Ξεπεζέψαμε επιτέλους έξω απ’ την πύλη της Παντοκράτορος. Είναι ένας κάθετος σχεδόν γκρεμός, σκάνε από κάτω τα κύματα του Θρακικού Πελάγους. Υπάρχει εκεί ένα κιόσκι όπου μαζεύονται οι επισκέπτες για να καπνίσουν, για να μιλήσουν στο κινητό χωρίς να ταράξουν την ησυχία του μοναστηριού.

«Κοίτα ψηλά!» μού είπε ο Τάκης. Σήκωσα το κεφάλι και έπαθα την πλάκα μου. Τέτοιο στερέωμα δεν είχα ξαναδεί. Και στα πιο ολιγοσύχναστα ακόμα μέρη διακοπών φέγγουν φώτα, σού στερούν το θαύμα του νυχτερινού ουρανού. Ο οικοδεσπότης μας άρχισε να μάς δείχνει. «Αυτήν την τσαπερδόνα τη γνωρίζετε, είναι η Αφροδίτη. Αριστερά της ο Αρης σε χρώμα υπερώριμου βερίκοκου, δικαίως τον αποκαλούν «κόκκινο πλανήτη». Λοξά από πάνω του ο Δίας, η απόσταση τον κάνει να μικρομοιάζει. Και δίπλα του αχνοφαίνεται ο Κρόνος – αν είχαμε ένα κιάλι, θα διακρίναμε το δαχτυλίδι του». Προχώρησε έπειτα στους αστερισμούς. Μάς ξεναγούσε στο Διάστημα με την εξοικείωση όχι αστρονόμου, αλλά αστροναύτη. Σάμπως να πηγαιοερχόταν τακτικά στα πέρατά του και να μην έκρυβε για εκείνον ο υλικός κόσμος κανένα μυστήριο…

Είκοσι νύχτες αργότερα, σε ταράτσα ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας.

Ρουφ γκάρντεν με πισίνα, κοκτέιλ με εξωτικά ονόματα, καλαμάκια που φωσφορίζουν. Στον ουρανό δεν φαίνεται κανένα απολύτως αστέρι. Είμαστε οι μόνοι δύο Ελληνες. Οι μόνοι που κοιτάζοντας την πόλη πιάτο ξέρουμε τι σημαίνει Κυψέλη, πως οι κεραίες στο κτίριο του ΟΤΕ στην Πατησίων θεωρούνταν κάποτε το απαύγασμα της τεχνολογίας, πόσο φτωχά, παρακατιανά, ήταν – μέχρι τη δεκαετία του ’80; Του 90; – τα σπιτάκια που ανηφορίζουν στο όρος Αιγάλεω…

Οι τουρίστες συνωστίζονται στην πλευρά της βεράντας που κοιτάζει την Ακρόπολη. Αγναντεύουν για ελάχιστα δευτερόλεπτα εκστατικοί κι ύστερα ξεκινούν τα κλικ. «Δεν εγκλωβίζεται ο Παρθενώνας στα πίξελ σας» λέω σε κάτι Ισπανούς σαν να τους επιπλήττω. Ακαριαία μετανιώνω για το ύφος μου και τους χαμογελώ χαζά. Σηκώνουν αδιάφορα τους ώμους. «Εμείς θέλουμε, πρέπει, να τον φωτογραφίσουμε…».

Μυριάδες, απαράλλακτες σχεδόν, εικόνες ανεβαίνουν κάθε νύχτα στο Facebook και στο Instagram του πλανητικού μας χωριού. Τα μάρμαρα, μια άσπρη θολή κηλίδα επί φόντου σκοτεινού.  Σε όλες τις γλώσσες η ίδια πάνω-κάτω λεζάντα: «Η μαγευτική Ακρόπολις των Αθηνών». Η οποία αντιστέκεται – θα πρόσθετα – στην ψηφιακή αποτύπωσή της, αποδεικνύοντας ότι η αληθινή γοητεία δεν μεταφέρεται, δεν αναπαράγεται, δεν κοινοποιείται.

Στο διπλανό τραπέζι κάθεται ένα ζευγάρι από ισλαμική χώρα. Παρατηρούμε την ταχύρρυθμη απελευθέρωσή τους. Εκείνος -ύστερα από αδιόρατο δισταγμό – παραγγέλνει αλκοόλ. Από τον βουλιμικό τρόπο που κατεβάζει τρία ποτήρια, το ένα πάνω στο άλλο, φαίνεται ότι πρώτη φορά το τολμάει δημόσια. Γέρνει πίσω πανευτυχής. Εκείνη παίρνει θάρρος απ’ την ευθυμία του. Χαλαρώνει τη μαντίλα της κι αμέσως ύστερα την πετάει στο τραπέζι. Φοράει ένα στενό ταγέρ με χρυσαφένια κεντήματα – έτσι και δεν είχε σώμα αντιλόπης, θα θύμιζε τον κλαριντζή Γιώργο Μάγκα. Και κάτι ψηλοτάκουνα με διακοσμητικά πτερύγια στις φτέρνες, εμπνευσμένα μάλλον από τα φτερωτά σανδάλια του θεού Ερμή. Ζαχαρώνει τον συνοδό της, ανοίγει – με ηδυπάθεια στριπτιζέζ – το πάνω κουμπί του σακακιού της. Λάμπουν αμφότεροι. Την κερνάει κρασί. Εάν μπορούσαν ψηφίζοντας να καταργήσουν τους ασφυκτικούς περιορισμούς στην πατρίδα τους, θα το έκαναν; Δεν είμαι τόσο σίγουρος. Αίφνης εκείνη σηκώνεται – τινάζεται για την ακρίβεια όρθια -, τον πλησιάζει, σκύβει από πάνω του και τον φιλάει στο στόμα. Το παντελόνι της είναι εξαιρετικά χαμηλοκάβαλο. Παρατηρώ το εσώρουχό της. Κατακόκκινο.

Νύχτες…