Και θλίψη και πόνος και οργή και αγανάκτηση και συντριβή. Μια φίλη μου είπε ότι λιποθύμησε καθώς άκουγε από την τηλεόραση την περιγραφή όσων συνέβαιναν πίσω από τα κλειστά παράθυρα του σπιτιού στη Λέρο. Και δεν έχω λόγο να μην την πιστεύω. Η υπόθεση αυτή μας συγκλόνισε όλους, μας έκανε να σκύψουμε πάνω από παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, να τις βγάλουμε στο φως, να τις ξανακοιτάξουμε (όχι πώς δεν τις βλέπουμε όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό) και να τις καταγγείλουμε. «Πατέρας – τέρας», «Να επανέλθει η θανατική ποινή», «Να τους λιντσάρουμε». Εντάξει, αυτά έχουν γίνει πια τα συνήθη τσιτάτα που ποτίζουν το διαδικτυακό μένος. Παράλληλα, εδώ είχαμε και ένα είδος συλλογικής ενοχής την οποία ξεδιπλώσαμε κατά πάντων φροντίζοντας πρώτα –συνειδητά ή ασυνείδητα –να εξαιρέσουμε από αυτήν τις αφεντιές μας. «Και τι έκαναν οι γείτονες;». «Αφού ήξεραν, γιατί δεν μιλούσαν;». «Αυτοί συγκάλυψαν το έγκλημα, είναι συνυπεύθυνοι». «Η αδιαφορία της κοινωνίας» και άλλα τέτοια. Και γράφτηκαν αρκετά κείμενα από αυτά που συγκινούν, συντονίζονται με το εθνικό μας θυμικό και αλιεύουν πολλά likes. Ενα ολόκληρο νησί δαιμονοποιήθηκε, κάτι που έκανε τους έχοντες καταγωγή από τη Λέρο να αναρτήσουν κείμενα προς υπεράσπιση της τιμής και της υπόληψης του νησιού. Ενός νησιού που φέρει τη βαριά κληρονομιά του συνειρμού με το «τρελάδικο».

Και μετά, θα έρθει το Σαββατοκύριακο –ήρθε κιόλας. Το πρώτο του καλοκαιριού, με τις θερμοκρασίες τσιμπημένες. Που θα μας σπρώξουν προς τις παραλίες. Εν τω μεταξύ το παζλ της τραγωδίας σιγά σιγά θα συμπληρώνεται όπως λένε και στις ειδήσεις. Και όταν ολοκληρωθεί θα μπει στην πινακοθήκη των «ιστοριών που μας συντάραξαν», που σημαίνει, περίπου, ότι θα ξεχαστεί. Ποιος θυμάται σήμερα τη μικρή Αννυ; Εμείς θα συνεχίσουμε τα μπάνια μας μέχρι μια καινούργια τραγωδία να μας βγάλει από τη θάλασσα. Αν βολεύουν μάλιστα και οι συνθήκες, θα κάνουμε κι εκείνες τις αναγωγές τύπου «γιατί τα πιο ειδεχθή εγκλήματα γίνονται Αύγουστο». Ολα καλά…

Ολα καλά; Καθόλου καλά. Γιατί με μπόλικο καταγγελτισμό και ολίγον αυτομαστίγωμα τίποτα δεν θα γίνει. Απλά, μία ακόμη τραγωδία θα έχει εξαντληθεί ως επικοινωνιακή κατανάλωση. Με την υποσημείωση «Οταν οι κοινωνίες σιωπούν». Δηλαδή, αν δεν σιωπούσαν; Τι θα γινόταν; Θα μπούκαρε ένας γείτονας στο σπίτι και θα πλάκωνε στο ξύλο τους γονείς; Το πιθανότερο θα ήταν να κατέληγε στο κρατητήριο. Θα μπορούσε βέβαια να κάνει καταγγελία στις δομές πρόνοιας. Εδώ είμαστε.

Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα. Η δυσλειτουργία της κρατικής πρόνοιας. Που βολεύεται πίσω από τη μεταφορά της ευθύνης στους γείτονες. Και της ανάληψής της από ιδιωτικούς φορείς για την προστασία των παιδιών. Με τους οποίους το κράτος συνεργάζεται όταν πρόκειται να επιμεριστεί η δουλειά ενώ με το άλλο χέρι τούς χαρατσώνει με ΕΝΦΙΑ. Σε μία εποχή που το παιδί έχει αναχθεί σε αυτοκράτορα από την οικογένεια, το κράτος αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος ανεπαρκές να το προστατεύσει, όταν αυτή η οικογένεια δυσλειτουργεί. Και πολύ πριν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, όταν για να γίνουν κάποιοι θετοί γονείς απαιτείται μια χρονοβόρα διαδικασία ώστε να πιστοποιηθεί η ψυχική τους υγεία, τα παιδιών των φυσικών γονέων είναι δέσμια μιας κληρονομημένης μοίρας. Ποιος πιστοποιεί τη δική τους ψυχική ισορροπία;

Μέχρι να διευθετηθούν όλα αυτά, εμείς, οι αθώοι του αίματος θα λιποθυμούμε και θα εξοργιζόμαστε ενώ πολλά παιδιά θα αρνούνται να μιλήσουν και να φάνε και θα βγάζουν μόνο άναρθρες κραυγές όπως το κορίτσι της Λέρου που δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο εφιάλτης πέρασε. Πέρασε όμως;