Από το πρώτο ταξίδι μου στη Νέα Υόρκη με είχε εντυπωσιάσει κάτι που εκείνη τη μακρινή εποχή στην Ελλάδα ήταν ψιλά γράμματα: η αποθέωση του καταναλωτή. Με το πενιχρό χαρτζιλίκι μου, που μόνο μικροπράγματα μού επέτρεπε να πάρω, αισθανόμουν θεά. Μπορούσα να αγοράσω κάτι και τη μεθεπομένη να το επέστρεφα και να έπαιρνα πίσω τα χρήματά μου. Οφείλω, δε, να ομολογήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, ότι δυο τρεις φορές έκανα τη φιγούρα μου με κάποια ακριβή τσάντα που κρατούσα για ένα μόνο βράδυ και την άλλη μέρα ούτε τσάντα ούτε ζημιά. Το ακριβό αξεσουάρ ήταν και πάλι στο ράφι του και τα λεφτά μου στο πορτοφόλι μου.

Ετυχε να είμαι στη Νέα Υόρκη τον Νοέμβριο του 2008, στο peak της οικονομικής κρίσης. Που για να αντιμετωπισθεί και να τονωθεί η αγορά οι εκπτώσεις είχαν χτυπήσει ταβάνι. Θυμάμαι στα πολυκαταστήματα το «παιχνίδι τής ακόμη χαμηλότερης τιμής» που ξεκινούσε από 50% φθηνότερα, ταμπέλες σε οδηγούσαν με το ρούχο ανά χείρας σε άλλο σημείο του καταστήματος για να σου πιστωθεί μεγαλύτερη έκπτωση, από κει σε ένα άλλο για ακόμη μεγαλύτερη, ενώ στο τελικό ταμείο σε περίμενε έκπτωση – έκπληξη που έφθανε μέχρι και στο μείον 90% της αρχικής τιμής.

Με δυο λόγια, η καταναλωτική κουλτούρα των Αμερικανών, που τιμούν τη σημερινή Black Friday από τη δεκαετία του 1930, απέχει παρασάγγας από τη δική μας. Μπορεί, λοιπόν, από πέρυσι να την υιοθετήσαμε άτσαλα, να την κάναμε τριήμερο, να την προσαρμόσαμε στα μέτρα μας, αλλά η γκρίνια και ο ψυχαναγκασμός της αποδόμησής της μου κάνει σαν να ωρύονται οι γέροι του Μάπετ Σόου πάνω από την οδοντόπαστα που βγήκε από το σωληνάριο.