Κάποτε τα διαγγέλματα γίνονταν για ζητήματα εθνικής σημασίας. Υψίστης σύμφωνα με το κλισέ. Για να το πούμε αλλιώς, δεν γίνονταν κάθε τρεις και λίγο. Ο Αλέξης Τσίπρας, ωστόσο, τα προσεγγίζει μάλλον διαφορετικά. Ελαφρώς λατινοαμερικάνικα. Από ένα πρόχειρο μέτρημα όσων έχει κάνει σε δυόμισι χρόνια, μοιάζει να τα θεωρεί έναν τρόπο να μιλήσει με τον λαό του. Το αμέσως προηγούμενο είχε γίνει μόλις τον Ιούνιο, με στόχο να πείσει το φιλοθέαμον κοινό πως «βγαίνουμε από τα Μνημόνια τον Αύγουστο του 2018». Αν το προχθεσινό δημιούργησε μια αίσθηση déjà vu, ήταν γιατί όντως το είχατε ξαναζήσει. Τον Δεκέμβριο του 2016 ανακοίνωσε έτσι την περιλάλητη 13η σύνταξη και το πάγωμα του ΦΠΑ στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Και αν πάμε ακόμη πιο πίσω, υπάρχει το τσιπρικό διάγγελμα του Φεβρουαρίου του 2015 για την περήφανη βαρουφακική διαπραγμάτευση. Συν το διάγγελμα με το οποίο ανακοίνωσε το δημοψήφισμα –το μοναδικό που πραγματικά είχε λόγο να παίξει on air. Κι ένα τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, λίγες μέρες έπειτα από εκείνη τη νύχτα που διαπραγματεύτηκε 17 ώρες, για να πει στο εκλογικό σώμα πως πάει τη χώρα σε εκλογές.

Πίσω από τις κάμερες

Θα υπέθετε, άρα, κανείς ότι ο Πρωθυπουργός έχει αποκτήσει πια το know-how ενός διαγγέλματος. Πιθανόν. Πώς, όμως, θα αξιολογούσε ένας πολιτικός αναλυτής την τελευταία του εμφάνιση λαμβάνοντας υπόψη κι όλα τα προηγούμενα διαγγέλματά του; Τι «διάβασε», κοινώς, σε αυτήν τη σκηνοθετημένη πράξη πίσω από τη σκηνοθεσία της; Στην ανάλυσή του και μόνο το γεγονός πως επιστρατεύει αυτό το μέσο – το διάγγελμα – και το κατά τη συριζαϊκή εκτίμηση επικοινωνιακό «υπερόπλο» του προσώπου του «υποδηλώνει μια ολοκληρωτική ματιά στα πράγματα. Η υπερεμφάνισή του, δηλαδή, συνδέεται με την ψευδή αντίληψη ότι το πρόσωπο μπορεί να είναι πειστικότερο της πολιτικής του». Και η επιλογή να καταναλώσει τόσα τηλεοπτικά λεπτά για να εκφωνεί παραδείγματα παροχών; «Η λεπτομερής αποτύπωση της πολιτικής είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιείται συχνά. Αν θέλουμε να την κωδικοποιήσουμε, συμπυκνώνεται σε τρεις φράσεις: “Τα λέω εγώ. Επειδή τα λέω εγώ, τους προσθέτω πολιτική αξία. Και για να ενισχύσω αυτή την αξία, τα αναλύω”». Οσο για τη νευρικότητα που αρκετοί τηλεθεατές ένιωσαν ότι είχε; Υπάρχει μια ψυχολογική εξήγηση. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, «είναι αποτέλεσμα της αμφιβολίας. Υποψιάζεται, δηλαδή, ότι μπορεί και να τον βλάπτει αυτό που κάνει».