Από κοντά ο Μακρόν δείχνει ακόμη νεώτερος. Ισως γι’ αυτό, για να αποκτήσει την αναγκαία για τον ρόλο του gravitas, οχυρώθηκε, τους πρώτους μήνες της θητείας του, πίσω από ένα σκηνικό μεγαλοπρέπειας και κράτησε απόσταση από τα γαλλικά μίντια, τα οποία του έδωσαν ένα παρατσούκλι ολύμπιας έμπνευσης. Υποδύεται τον Δία –είπαν. Οχι στην Αθήνα, πάντως.

Στην Αθήνα ο Μακρόν ήταν απλός, θερμός και άμεσος. Σαν σταρ σε μιαν οργανωμένη επιχείρηση γοητείας. Αλλά γιατί; Τι ζητούσε από αυτό το πρώτο ελληνικό του ταξίδι;

Ηρθε, προφανώς, για να αναλάβει τα καθήκοντα του κηδεμόνα που ασκούσε από τον Ιούλιο του 2015 ο προκάτοχός του Φρανσουά Ολάντ. Ασφαλώς ήρθε για να ενθαρρύνει την κυβέρνηση Τσίπρα (την οποία οι Ευρωπαίοι επαινούν για τον μνημονιακό της ζήλο, αλλά δεν εμπιστεύονται και πολύ) να μείνει πιστή στο πρόγραμμα και να περιμένει υπομονετικά την ανταμοιβή, ώστε να μην περιπλέξει η Ελλάδα, με μια υποτροπή της, τη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Ασφαλώς ήρθε, επίσης, για να προωθήσει γαλλικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Μα προπάντων ήρθε για να χρησιμοποιήσει τον Παρθενώνα, σύμβολο της δημοκρατίας στη δυτική συνείδηση, αλλά και την Αθήνα, πόλη-σύμβολο της ευρωκρίσης, για να διατυπώσει την κεντρική ιδέα της προεδρικής του θητείας: την αλλαγή της διακυβέρνησης της ευρωζώνης.

Χαμένο πίσω από χαμόγελα, γενναίους λόγους και κοσμικότητες, το μήνυμα Μακρόν από την Αθήνα ήταν κάτι σαν καμπανάκι κινδύνου. Η Ευρώπη –ως συνώνυμο της δημοκρατίας, της ανεκτικότητας, των δικαιωμάτων και των ανοιχτών κοινωνιών –κινδυνεύει, διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο. Το είπε στην Πνύκα, το επανέλαβε, σαφέστερα, την επομένη σε μια συζήτηση με μια μικρή ομάδα ελλήνων δημοσιογράφων: «Αν αποτύχω, οι εξτρεμιστές θα επιστρέψουν στις πύλες της Ευρώπης!».

Τον είχα ρωτήσει αν, μετά την ήττα του Βίλντερς στην Ολλανδία και τη δική του νίκη επί της Λεπέν στη Γαλλία, η απειλή έχει πια εξουδετερωθεί. «Αντιθέτως», απάντησε. «Πιστεύω ότι ο κίνδυνος ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερος». Και για να αντιμετωπιστεί, η μάχη πρέπει να δοθεί όχι στα επιμέρους εθνικά γήπεδα, αλλά στο ευρωπαϊκό. Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει, πρέπει να βάλει τέλος σε αυτόν τον άτυπο εμφύλιο των εθνικών συμφερόντων που σημάδεψε τα χρόνια της κρίσης, για να αντιμετωπίσει την «απειλή των βαρβάρων» –τον αντιευρωπαϊσμό των οπαδών της αναδίπλωσης στα εθνικά σύνορα. Απειλή που, όπως είπε, χθες εκπροσωπούσε η Λεπέν, αύριο ο Μελανσόν.

Να αλλάξει, αλλά πώς;

Ο Μακρόν έδωσε δύο εκδοχές απάντησης. Η μία ήταν κάπως υπερβατική και φιλολογική: «Η Ευρώπη ξεκίνησε σαν μια ιστορία αγάπης που κατέληξε στο γραφείο των συμβολαιογράφων. Οι ερωτευμένοι είπαν «σ’ αγαπώ» και ύστερα πήγαν στον συμβολαιογράφο και του ανέθεσαν να συντάξει τις συμφωνίες. Και σιγά σιγά από υπόθεση αγάπης, η Ευρώπη έγινε υπόθεση συμβολαιογράφων που συντάσσουν κανόνες και σύμφωνα. Πρέπει να πάρουμε την Ευρώπη από τα χέρια των συμβολαιογράφων, να θυμίσουμε στους νέους την αρχική αγάπη».

Αλλά υπήρχαν και απαντήσεις κάπως πιο πεζές και συγκεκριμένες. Η Γαλλία του Μακρόν θέλει να ξαναβρεί τη θέση της ως συν-πηδαλιούχος της ευρωζώνης, να την οδηγήσει από τη διακυβερνητική σε μια πιο ομοσπονδιακή μορφή και να ολοκληρώσει τη θεσμική της συγκρότηση που άρχισε ατελώς, ως καθυστερημένη απάντηση στην κρίση. Και βιάζεται. Ο Μακρόν θεωρεί ότι υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας μετά τις γερμανικές εκλογές της ερχόμενης Κυριακής. Η Γαλλία και η Γερμανία θα έχουν μια καθαρή τετραετία δίχως εκλογές και την ευκαιρία να βάλουν σ’ ένα χαρτί τις αναγκαίες αλλαγές στη διακυβέρνηση της ευρωζώνης, που θα την κάνουν αποτελεσματικότερη, ανταγωνιστικότερη και δημοκρατικά νομιμοποιημένη. Κάτι σαν οδικός χάρτης που πρέπει να είναι έτοιμος μέχρι τις ευρωεκλογές του 2019, ώστε να βρεθεί στο κέντρο της εκλογικής ζύμωσης. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα που ο Μακρόν ήθελε να διατυπώσει εγκαίρως, πριν από τις γερμανικές εκλογές, αλλά και αρκετά γενικόλογα, ώστε να μην ενοχλήσει με λεπτομέρειες τους μελλοντικούς του συνομιλητές στο Βερολίνο.

Ενα ερώτημα είναι, βέβαια, αν η κυβέρνηση Μέρκελ που θα προκύψει από τις γερμανικές εκλογές θα είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στο γαλλικό φλερτ. Ή αν η κατάσταση σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία θα επιτρέψει την προώθηση των μεταρρυθμιστικών σχεδίων.

Ενα δεύτερο ερώτημα είναι αν όλα αυτά έχουν στοιχεία ρεαλισμού. Αν

η ευρωζώνη, αυτή η ατελής νομισματική ένωση, μπορεί να αποκτήσει ταυτόχρονα περισσότερη πειθαρχία και συνοχή, αλλά και περισσότερη δημοκρατική νομιμοποίηση. Κι αν η απειλή μιας αντιδραστικής αναδίπλωσης στα εθνικά σύνορα και τους αρχαίους εθνικούς ανταγωνισμούς μπορεί να βρει αντίδοτο σε μια μεγαλύτερη εκχώρηση κυριαρχίας σε υπερεθνικούς θεσμούς που θα έχουν, ωστόσο, λειτουργικότητα αλλά και συναίνεση, νομιμοποίηση.

Και υπάρχει κι ένα τρίτο ερώτημα, που αφορά εμάς. Αν –απ’ όσα είπε ο Μακρόν, απ’ όσα είπε λίγο αργότερα ο Γιούνκερ και απ’ όσα γίνονται γνωστά για τις συζητήσεις που σε τεχνικό επίπεδο διεξάγονται ήδη εντατικά –μπορούμε να συμπεράνουμε πως ξεκινά σε λίγο μια δύσκολη και φιλόδοξη επιχείρηση μεταμόρφωσης της ευρωζώνης, εμείς στην επιχείρηση αυτή τι θέση έχουμε, τι θέση μπορούμε να διεκδικήσουμε;

Για τους πιο καλοπροαίρετους Ευρωπαίους, το περισσότερο που μπορούν να περιμένουν από εμάς είναι να κάτσουμε φρόνιμα και να μην ενοχλούμε τους «μεγάλους» όταν συζητούν σοβαρά. Να μεταφερθούμε το καλοκαίρι, χωρίς άλλα δράματα, όπως έγραψε ο Χιούγκο Ντίξον, από τη φυλακή υψηλής ασφαλείας όπου βρισκόμαστε τώρα, σε μια αγροτική φυλακή, με κάπως μεγαλύτερες ελευθερίες, αλλά πάντα με επιτήρηση. Να δανειζόμαστε από τις αγορές, με μια κάποια προληπτική γραμμή στήριξης και μια ρυθμισμένη ελάφρυνση του χρέους. Από τραγωδία να εξελιχθούμε σε χαμηλόφωνο δράμα δωματίου.

Εχει μια λογική αυτή η προσδοκία. Και είναι στα μέτρα των αναγκών και των δυνατοτήτων της κυβέρνησης Τσίπρα. Αλλά η χώρα είχε κάποτε την τόλμη να διατυπώνει μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Να διεκδικεί μια συμμετοχή στον πυρήνα των αποφάσεων. Ισως προλάβει να την ξαναβρεί αυτήν την τόλμη.
Η Ελλάδα, η κρίση, η ευρωζώνη

Σε μια μικρή αίθουσα του Γαλλικού Ινστιτούτου, βρέθηκα, μαζί με πέντε ακόμη συναδέλφους, απέναντι στον γάλλο πρόεδρο, λίγο πριν από την αναπάντεχη βόλτα του στο Σύνταγμα. Μπήκε στην αίθουσα, έβγαλε το σακάκι και σήκωσε τα μανίκια, κάθησε σε μια καρέκλα απέναντί μας, χωρίς τραπέζι να τον «προστατεύει», και η συζήτηση άρχισε χωρίς τυπικότητες, κανείς δεν έδινε τον λόγο, οι διακοπές ήταν ανεκτές και ο Μακρόν κοιτούσε στα μάτια τον συνομιλητή του όταν απαντούσε.

Τον ρώτησα: Ποιο είναι για εσάς το κύριο δίδαγμα αυτών των επτά χρόνων διαχείρισης της κρίσης στην Ευρώπη; Ποιο πιστεύετε ότι ήταν το βασικό λάθος;

«Το πρώτο λάθος», απάντησε, «το έκανε η Ελλάδα κρύβοντας σε παραποιημένες στατιστικές το δημοσιονομικό της πρόβλημα. Το δεύτερο λάθος το έκανε η Ευρώπη, που απάντησε στην ελληνική κρίση χωρίς συντονισμό και χωρίς αλληλεγγύη. Και το τρίτο λάθος ήταν ότι επιβλήθηκαν σε πολλές χώρες ταυτόχρονα παρόμοια προγράμματα προσαρμογής, πολύ βίαια, πολύ βιαστικά».

Και το συμπέρασμα, το δίδαγμα; Πως η ευρωζώνη χρειάζεται έναν διπλό μηχανισμό άμυνας απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις. «Ο ένας είναι ο κοινός προϋπολογισμός, που θα προσφέρει συνοχή, αλληλεγγύη και σύγκλιση στους καλούς καιρούς. Ο δεύτερος είναι η μετατροπή του ESM σε κάτι σαν ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, ένα δίχτυ προστασίας, που θα λειτουργεί συντονισμένα σε περίπτωση κρίσης, χωρίς να χάνεται χρόνος και χωρίς να απαιτούνται πολιτικές συνεννοήσεις μεταξύ κυβερνήσεων».