Είναι να θλίβεται και να καμαρώνει ταυτόχρονα κανείς μ’ ένα περιστατικό που άνετα θα το χαρακτήριζες φαινόμενο των τελευταίων χρόνων. Η εξάπλωσή του πάντως, παρήγορη ή επικίνδυνη –μένει να τη χαρακτηρίσετε όσοι συμβαίνει να διαβάζετε τις γραμμές αυτές –υφίσταται σε βαθμό που, αν μη τι άλλο, δημιουργεί έναν γόνιμο προβληματισμό. Το αντιλαμβάνεσαι διαβάζοντας προσεκτικά τα προγράμματα των θεάτρων και ιδιαίτερα τις σελίδες με τα βιογραφικά κυρίως των πολύ νέων ηθοποιών. Μαζί με τη δραματική σχολή, την –συχνά –κάθε άλλο παρά ιδιαίτερα γνωστή ή από χρόνια διακεκριμένη που έχουν τελειώσει, διαβάζεις ότι οι περισσότεροι –άντρες και γυναίκες –έχουν φοιτήσει κι έχουν αποφοιτήσει από πανεπιστήμια κι έχουν σπουδάσει αρχιτεκτονική, ελληνική, γαλλική ή αγγλική φιλολογία, φαρμακευτική, μαθηματικά, θεολογία ή χημεία και πολλά άλλα. Αλλά κι από τις φωτογραφίες που συνδεύουν τα σχετικά βιογραφικά, αντιλαμβάνεσαι πως έχεις να κάνεις με νέους διαβασμένους και συγκροτημένους.

Θέλεις – δεν θέλεις, αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που σπρώχνει νέους ανθρώπους, με την προοπτική μιας επαγγελματικής καριέρας, έστω κουτσής και στραβής, να εμπλέκονται σε μια δίνη όπως είναι η δουλειά του ηθοποιού, με βέβαιη εκ των προτέρων την «απολαβή» της απογοήτευσης, της διάψευσης, της πίκρας. Είναι ακριβώς ο λόγος για να βγάζεις με σεβασμό το καπέλο σε όλα αυτά τα νέα παιδιά, που τα αισθάνεσαι με τόσο έντονη μέσα τους την ανάγκη της επαφής και της συναναστροφής, ώστε να διακινδυνεύουν, προκειμένου να την ικανοποιήσουν, ένα στοιχειώδες αίσθημα ασφάλειας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε άλλες εποχές θα αποτελούσαν το ανιδιοτελέστερο κομμάτι μιας προοδευτικής πρωτοπορίας, καθώς θα εντάσσονταν σε πολιτικούς σχηματισμούς, που σήμερα μοιάζει να έχουν παρακμάσει όλοι τους. Και ενώ η επιλογή τους θα έδειχνε μια στράτευση ιδεολογική, στην ουσία θα εξέφραζε τη δίψα του νέου ανθρώπου για επικοινωνία χάρη σε αποδεκτούς αλλά και επεξεργασμένους κοινούς τόπους.