Πενήντα χρόνια από τη χούντα της 21ης Απριλίου σήμερα. Μία θλιβερή επέτειος σε μία θλιβερή συγκυρία. Στην ηλικία που η σημαντικότητα των γεγονότων προσμετράται από τη λεπτομέρεια της προσωπικής αντίληψης, ό,τι θυμάμαι αμυδρά από εκείνο το πρωινό είναι τον μικρασιάτη παππού μου να μουρμουρίζει «όχι πάλι!» υπαινισσόμενος, όπως πιθανολόγησα πολύ αργότερα, τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα που είχαν οδηγήσει στη δικτατορία του Μεταξά.

«Αντε πάλι!» μουρμούριζα εγώ καθώς άκουγα στην τηλεόραση τη Θεανώ Φωτίου να επαίρεται, πανευτυχής μέσα στην ψευδοσοσιαλιστική της νιρβάνα, για τα συσσίτια στα σχολεία και τα voucher για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς που (πλεονάσματος θέλοντος και επιτρέποντος) θα είναι τα αντίμετρα για τις νέες περικοπές των συντάξεων. Δύο μέρες πριν, ο κυβερνητικός βουλευτής Δημήτρης Καμμένος θεώρησε όχι απλώς αναγκαίο αλλά και πιο σωστό, σαν να λέμε πιο ηθικό πολιτικά, να κάνει το κράτος τον τροχονόμο στο χαρτζιλίκι που δίνουν (αν περισσεύει να δώσουν) οι παππούδες στα εγγόνια. Αλλος πολιτευτής του ΣΥΡΙΖΑ πανηγύριζε διότι οι νέες συντάξεις της πλήρους αναξιοπρέπειας θα έχουν ως αντιστάθμισμα (κάπως, κάπου, κάποτε στο μέλλον) τη μηδενική συνεισφορά των χαμηλοσυνταξιούχων στα φάρμακα. Μεθοδεύσεις που φέρνουν τους πολίτες όλο και πιο κοντά στην οικονομική εξαθλίωση ενώ παράλληλα καλλιεργούν και θεσμοποιούν την εξάρτησή τους από το κράτος -πατερούλη. Καθώς όμως τείνει να γίνει πραγματικότητα το ανέκδοτο με τον ηλικιωμένο που εντοπίσθηκε με μικροποσότητα σύνταξης στην τσέπη του, μελαγχολώ που με μία δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση η απόσταση από την απελπισία στο «όχι πάλι» του παππού μου μέχρι τη στωικότητα του δικού μου «άντε πάλι» ολοένα και μικραίνει.